Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Live or leave (Ζήσε ή φύγε...)

Δεν μπορεί να την ανακάλυψα εγώ αυτή την φράση. Κάπου θα την άκουσα, κάπου θα την διάβασα... Την έχω οικοιοποιηθεί, όμως, σε τέτοιο βαθμό που κάνω λες και είναι δικό μου απόφθεγμα και μετά από χρόνια θα την διαβάζουν οι επόμενες γενιές με το όνομά μου από κάτω. Τάδε έφη Βίλυ Αργυρούδη. Τάδε έφη μόνο, δηλαδή, γιατί από πράξη ΔΕΝ....
Δυο αγγλικές λέξεις ομόηχες, με τόσο αντίθετο νόημα. Είσαι μπροστά σε ένα σταυροδρόμι, σαν αυτά που αντιμετώπισες στο παρελθόν και θα αντιμετωπίσεις πολλές φορές και στο μέλλον, και έχεις να διαλέξεις: Θα μείνεις και θα το παλέψεις, θα ζήσεις, ή θα την κάνεις με ελαφρά πηδηματάκια; Θα λακίσεις ή θα σφίξεις τα δόντια και θα το νικήσεις, πριν σε νικήσει;
Να εξηγηθώ, για να μην παρεξηγηθώ. Δεν υποστηρίζω ότι αν πάρεις τον έναν δρόμο, αυτόν του Live, είσαι πολεμιστής ενώ αν πάρεις τον άλλον τον δρόμο, του φευγιού, είσαι φυγόπονος. Σε καμία περίπτωση...Μερικές φορές, άλλωστε, είναι "σοφία" να ξέρεις πότε ήρθε η ώρα να πάρεις τα μπογαλάκια σου και να αποχωρήσεις. Αυτός που αποφασίζει συνειδητά να φύγει, μπορεί στην τελική να είναι και πιο γενναίος από αυτόν που μένει από ανασφάλεια, από ανημποριά.
Στη ζωή μου, νομίζω ότι έχω επιλέξει περισσότερες φορές μέχρι σήμερα να φύγω. Δεν είχα τα κότσια να "ζήσω" όπως θα έπρεπε, να στηλώσω τα πόδια σαν μουλάρι και να επιβληθώ, στον καλό εαυτό μου, στους άλλους, στον κακό εαυτό μου...
Η παραίτηση ήταν η εύκολη λύση, συνεπώς και η πιο εφικτή. Οι δικαιολογίες έστηναν χορό και εγώ προσπαθούσα επί ματαίω να δώσω εξηγήσεις για το "λάκισμά" μου. Το πιο επικίνδυνο, μάλιστα, σε αυτές τις καταστάσεις είναι να φοράς το ρουχαλάκι του "θύματος" και να το επιδεικνύεις και με περηφάνια. Ναι, ναι, και αυτό το έχω κάνει. Είναι εκείνη η ώρα που όχι μόνο έχεις ηττηθεί, αλλά έχεις και τη δύναμη ή αναίδια να το βροντοφωνάξεις, να το υπερασπιστείς, να το ανακοινώσεις περιχαρής. "Εγώ έκανα ό,τι μπορούσα, αλλά δεν μου έκατσε", "Εγώ προσπάθησα, αλλά δεν ήταν στο χέρι μου", "Δεν έχω κόμπλεξ με την αποτυχία, δεν είμαι Θεός, όλοι μας χάνουμε. Έπαιξα και έχασα"! Αυτή η τελευταία ατάκα, όμως, δεν "πιάνει" με όλους. Ο φίλος, θα σε ρωτήσει: "Έίσαι σίγουρος ότι έπαιξες";. Εσύ θα απαντήσεις με ένταση: "Φυσικά και έπαιξα"! Ο φίλος θα επιμένει με ήρεμο βλέμμα και χωρίς ένταση: "Έίσαι σίγουρος ότι έπαιξες"; Η δική σου ένταση ολοένα και θα δυναμώνει: "Εννοείται ότι έπαιξα"! Ώσπου, κάποια στιγμή θα καταλάβεις ότι δεν έβαλες τα δυνατά σου, δεν έπαιξες όσο καλύτερα θα μπορούσες, δεν έπαιξες για να κερδίσεις, έπαιξες για να μπορείς να δικαιολογηθείς ότι έχασες. Όχι μόνο να δικαιολογηθείς, σχεδόν για να το πανηγυρίσεις. Να πετάξεις κονφετί και να κρυφτείς πίσω από την μάσκα σου.  Και εκεί που επιμένεις ότι ΕΠΑΙΞΕΣ, εκεί που το "Ναι, ρε, ΕΠΑΙΞΑ" είχε από πίσω του θαυμαστικά, ξαφνικά ο τόνος της φωνής σου χαμηλώνει και τη θέση του θαυμαστικού, παίρνει το ερωτηματικό: "'Επαιξα";


Μερικές φορές παίζουμε το παιχνίδι της ζωής, σύμφωνα με τους κανόνες που μας δίδαξαν. Δεν κλέβουμε (το παίζουμε "τίμια παιδιά"), δεν τολμάμε να αλλάξουμε τους κανόνες, έχουμε εκ των προτέρων αποφασίσει να πάρουμε τον δρόμο του "leave" και δεν ιδρώνουμε για το "live". Εδώ δεν τα κατάφεραν άλλοι κι άλλοι, γιατί να το προσπαθήσουμε εμείς;  Το παιχνίδι είναι χαμένο από χέρι, είναι στημένο, κανείς δεν το βλέπει πια; Μόνο εσύ; Ποιος το έστησε, όμως, φίλε; Μήπως τελικά κι αυτό το έκανες ΕΣΥ;
Είναι αναφαίρετο δικαίωμά μου να αποφασίζω μόνο εγώ για την πάρτη μου. Το σταυροδρόμι είναι εμπρός μου και εγώ είμαι αυτός που θα επιλέξει ποιον δρόμο θα πάρει. Εσύ το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να πάρεις τη δική σου απόφαση. Θα πιάσεις το χέρι μου και θα βαδίσουμε μαζί ή κάπου εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας; Μην περιμένεις να σου εγγυηθώ ότι ο δρόμος που θα πάρω είναι ο σωστός. Δεν υποστήριξα ποτέ ότι ξέρω ποιος είναι ο σωστός και ποιος όχι. Μην μου ζητήσεις το λόγο, μην πεις ότι σε παρέσυρα. Εγώ επιλέγω για μένα, εσύ για σένα, αλλά αν επιλέξουμε τελικά το ίδιο μονοπάτι, μην με αφήσεις να το ακολουθήσω μόνος μου...
Επειδή, όπως και να το κάνουμε, είτε μείνουμε και ζήσουμε, είτε αποχωρίσουμε θριαμβευτικά, είναι πάντα προτιμότερο κάποιος να μας κρατάει από το χέρι...

Με αγάπη, Βίλυ


Αν μιλούσαν οι άντρες...

Από το βιβλίο Αν μιλούσαν οι άνδρες του Κλινικού Ψυχολόγου Alon Gratch, Ph. D.

Ο Δρ. Άλον (ειδικευμένος να βλέπει άνδρες)αποκαλύπτει τις βαθύτερες ανησυχίες των επισκεπτών του για να ερμηνεύσει τον τρόπο που δρουν, φαντασιώνονται και προβληματίζονται οι άνδρες.

Ο Κάκτος

Ένας πελάτης μου, αφού τον είχαν απολύσει από την εταιρεία του-μια θέση που δεν του άρεσε εφόσον υποσυνείδητα την σαμποτάριζε-είδε ένα όνειρο για έναν κάκτο στην έρημο. "Ο κάκτος ήμουν εγώ", είπε αναλύοντας το όνειρό του, "μεταφυτευμένος από γόνιμο έδαφος σ' ένα γυμνό τοπίο που θα έπρεπε να επιβιώσω με τόσο λίγη τροφή". Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο μ' αυτήν την ερμηνεία, όμως, αντίθετα με τον πελάτη μου, δεν ένιωσα λύπη για αυτόν. Ενώ είχε λόγους να ανησυχεί-είχε να ζήσει την οικογένειά του και ήταν απίθανο να βρει μια τόσο υψηλή θέση σε άλλη εταιρεία-εγώ είδα τον κάκτο σαν ένα άλλο πιο περίπλοκο σύμβολο. Ο πελάτης μου με την αυτολύπησή του τιμωρούσε τους άλλους-ήταν σαν να λέει μεταφοριά, "Εσύ μια βελανιδιά δεν μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει να είσαι κάκτος". Η αλήθεια είναι ότι ο κάκτος επιζεί σε δύσκολες συνθήκες και προστατεύεται από τα αγκάθια του.
Σε περίπτωση που αναρωτιέστε, του το είπα αυτό που σκέφτηκα παραπάνω για τους κάκτους, έστω κι αν η κατάθλιψη και το άγχος του που έχασε τη δουλειά του ήταν ειλικρινή. Η εμπειρία μού έχει δείξει ότι η καλύτερη στιγμή για να χτυπήσεις την αυτοκαταστροφικότητα στους άνδρες είναι όταν τους πετύχεις στις μαύρες τους-αλλιώς δεν σε ακούνε. Επίσης, λέγοντας τα πράγματα όπως είναι, αγγίζει τον ηρωικό τους ανδρισμό. Είναι παράξενο, αλλά αν τους επικρίνεις σε μια στιγμή αδυναμίας, στην ουσία τους στηρίζεις. Κι εκείνη τη στιγμή, όταν εκείνοι είναι στις μαύρες τους και δεν τους έχει απομείνει καμία ψευδαίσθηση, παραδόξως τους ενδυναμώνει να ακούνε ότι δεν είναι θύματα, αλλά ότι αυτοί τα έχουν μουσκέψει.
Όταν ο αυτοκαταστροφικός άνδρας πιάσει πάτο, είναι επίσης η καλύτερη στιγμή να σκήσετε την ακαταμάχητη επιθυμία σας να βοηθάτε τους άλλους. Όμως δεν πρέπει να ξεπεράσετε κάποιο επίπεδο παρέμβασης. Είναι ίσως βοηθητικό να προσφέρετε σε κάποιον το όνομα κάποιου θεραπευτή, αλλά όχι και να του τηλεφωνήσετε εσείς. Ίσως να είναι αρκετό να του προσφέρετε ένα μέρος να μείνει, αλλά όχι να του δώσετε χρήματα. Είναι βοηθητικό να του υπενθυμίσετε για μια φορά κάτι που ξέχασε, αλλά όχι και τη δεύτερη και την τρίτη. Αν του υπενθυμίσετε μια φορά ν' αλλάξει την καμένη λάμπα ίσως είναι καλό, αλλά να το κάνετε εσείς για αυτόν και μετά να παραπονιέστε, δεν είναι και τόσο γόνιμο.


Άδραξε τη στιγμή...

Από το βιβλίο Άδραξε τη στιγμή της Barbara De Angelis, Ph.D



Όταν περνάμε τη ζωή μας προετοιμάζοντας το μέλλον, αντί να απολαμβάνουμε το παρόν, καταλήγουμε να αναβάλλουμε την ευτυχία. Χάνουμε την ικανότητά μας να εκτιμούμε και να βιώνουμε τη χαρά κι έτσι, όταν έχουμε την ευκαρία για αληθινές στιγμές, την αφήνουμε να φύγει. 

Η ζωή μπορεί να βρεθεί μόνο στην παρούσα στιγμή. Το παρελθόν είναι φευγάτο, το μέλλον δεν είναι ακόμη εδώ, και αν επιστρέψουμε στον εαυτό μας, στην παρούσα στιγμή, δεν μπορούμε να είμαστε σε επαφή με τη ζωή μας.

Αν δεν μπορείς να είσαι ευτυχισμένος τώρα με ό,τι έχεις και με αυτό που είσαι, δε θα γίνει ευτυχισμένος όταν αποκτήσεις ό,τι νομίζεις πως θέλεις.

Σκέψου πόσο ευτυχισμένος θα ήσουν αν έχανες ό,τι έχεις και δεν έχεις αυτήν την στιγμή-και μετά τα ξαναέπαιρνες πίσω...

Αν δεν επανεξετάσεις το σύστημα των πεποιθήσεών σου και δεν πετάξεις τα κομμάτια που ποτέ δεν επέλεξες αληθινά, ποτέ δε θα ενηλικιωθείς ουσιαστικά.

Όταν συμβιβάζεσαι με τα όνειρα και τις αξίες κάποιου άλλου στη θέση των δικών σου, τότε παραχωρείς τη δύναμή σου. Όσο περισσότερο έχεις θυσιάσει την αυθεντικότητά σου, τόσο πιο αποδυναμωμένος αισθάνεσαι.

Το σημαντικό είναι τούτο: να μπορούμε σε κάθε στιγμή να θυσιάζουμε αυτό που είμαστε γι' αυτό που μπορούμε να γίνουμε.

Από πόσες έγνοιες απαλλάσεται κανείς όταν αποφασίσει να είναι κάποιος και όχι να γίνει κάτι.

Το να παίρνεις χρήματα γι' αυτό που κάνεις δεν είναι επικύρωση του ότι ζεις το σκοπό σου και ότι κάνεις το αληθινό σου έργο. Το να παίρνεις χαρά και ικανοποίηση είναι.

Νομίζω ότι οι περισσότεροι από εμάς είμαστε διχασμένοι. Έχουμε τουλάχιστον δύο ανθρώπους σε εμπόλεμη κατάσταση μέσα στο σώμα μας. Ο ένας θέλει να αποσυρθεί και να καλλιεργεί ντομάτες και ο άλλος θέλει να στέκει πάνω σ'ένα βάθρο, να λατρεύεται και να γίνεται μεγαλύτερος και μεγαλύτερος και μεγαλύτερος, μέχρι να εκραγεί.

Μερικές φορές στρεφόμαστε στο Θεό, όταν τα θεμέλια μας τραντάζονται κι ανακαλύπτουμε ότι ο Θεός είναι εκείνος που τα τραντάζει.

Αν δεν έχεις όραμα για το πού θέλεις να πάει η σχέση σου, δε θα πάει πουθενά.

Μαθαίνεις να μιλάς μιλώντας, να μελετάς μελετώντας, να τρέχεις τρέχοντας, να δουλεύεις δουλεύοντας και ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, μαθαίνεις να αγαπάς...αγαπώντας. Όλοι όσοι νομίζουν ότι μπορούν να μάθουν να αγαπούν με οποιοδήποτε άλλο τ΄ροπο, κοροϊδεύουν τον εαυτό τους.

Αν έχεις κάποιον άνθρωπο στη ζωή σου, που είναι σημαντικός για σένα, μην περιμένεις για να αρχίσεις να τον αγαπάς.

Δεν ήταν η απόδραση αυτό που γύρευα, ήταν η ελευθερία. Δεν ήθελα να φύγω τρέχοντας. Ήθελα μόνο να τρέξω.

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

«Τα καλύτερα στη ζωή έρχονται τζάμπα…»


Πόσο κοστίζει μια σφιχτή αγκαλιά και ένα υγρό φιλί;
Πόσο ακριβή είναι μια βόλτα με έναν φίλο, τον καλύτερό σου φίλο;
Και πόσο να κάνει, άραγε, το σημείωμα στο καθρέφτη με το «σ’ αγαπώ πιο πολύ από χθες και λιγότερο από αύριο»;

«Οι νέες αρχές είναι πάντα δύσκολες, αλλά τα πράγματα έχουν τη σημασία που τους δίνουμε εμείς», λέει το εισαγωγικό σχόλιο πριν από το υπέροχο τραγούδι του Πάνου Μουζουράκη στην τηλεοπτική σειρά S1ngles.

Πόσο θα με χρεώσουν ένα τρυφερό χάδι;
Πόσο πρέπει να πληρώσω για ένα «πιστεύω σε σένα, συνέχισε…»;
Πόσα θέλεις για να μου επιτρέψεις να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου και να με αφήσεις εκεί, μέχρι να με πάρει ο ύπνος;

«Ψάχνουμε ένα νόημα που δεν βρίσκει κανείς, τελικά υπάρχει όπου το δώσουμε εμείς», λέει το τραγούδι. Μήπως, όμως, είμαστε τόσο απορροφημένοι από τα προβλήματά μας, που δεν έχουμε την ευθυκρισία να το κάνουμε;



Πόσα να σου δώσω, για να μου δώσεις το χέρι σου όταν φοβάμαι;
Πόσο κοστίζει μια παρηγορητική σου λέξη όταν χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου;
Πόσο ακριβός είναι ένας περίπατος, εκεί που πρωτογνωριστήκαμε, εκεί που μου έδωσες το πρώτο μας φιλί, εκεί που θα επιστρέφω κάθε φορά, αν μια μέρα αποφασίσεις ότι είναι πολύ ακριβός αυτό ο περίπατος;

Δεν μπορώ να ξέρω τι θα μου ξημερώσει αύριο. Δεν ξέρω καν τι θα μου επιφυλάσσει η μέρα λίγο αργότερα. Το μόνο που ξέρω ΤΩΡΑ-τώρα, ούτε καν σε ένα λεπτό από τώρα- είναι πώς μπορεί οι νέες αρχές να είναι πάντα δύσκολες, αλλά στα δύσκολα φαίνεται η αξία των πραγμάτων, η αξία των συναισθημάτων, η αξία του επιδερμικού ή τελικά του αληθινού. Η αξία η δική σου, η αξία η δική μου, η αξία αυτών που αντέχουν να είναι δίπλα σου, η αξία αυτών που δεν θα καταφέρουν τελικά να μείνουν δίπλα μου…

«Δώσε σημασία και ίσως να δεις πως υπάρχουν πράγματα που αξίζει να ζεις…»!!!

Με αγάπη, Βίλυ

Προς… ναυτιλομένους!


«Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι μου», λέει η γνωστή ρήση , την οποία χθες βράδυ επάξια αντικαθιστούσα με το «λίγη μπύρα, ένας καναπές και μια καλή φίλη». Εκεί πάνω στην ψιλοκουβέντα, αφού είχαμε πρώτα συζητήσει για τις ζωές μας, τις ζωές των φίλων μας, της οικογένειάς μας, των συναδέλφων μας, των κοινών μας γνωστών, των παλιών μας συναδέλφων και ούτω καθεξής, η Φωτεινή-ανάμεσα σε ένα διακριτικό χασμουρητό- έριξε την ιδέα, έχοντας το ένα χέρι στο ποντίκι του λάπτοπ, ψαχουλεύοντας το blog μου. «Γιατί δεν κάνεις μια ενότητα με οδηγίες προς ναυτιλομένους»;
Εεεεε…. «Και ποιος θα συμβουλεύει ποιον»;
Μετά από λίγο, πήρα την ερώτηση πίσω. Φθάνει πια η μετριοπάθεια, σκέφτηκα, έτοιμη να ανεβώ στον καναπέ και να πάρω το ρητορικό μου ύφος. Η αλήθεια είναι ότι πριν από μερικά χρόνια, είχα σκεφτεί να το κάνω και επάγγελμα, αυτό με τις συμβουλές. Δεν το θεωρώ τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι με το που με βλέπει κανείς, νιώθει την ανάγκη να μου ανοίξει την καρδιά του. Όχι, όχι, δεν αναφέρομαι στους φίλους μου. Αναφέρομαι στην κυρία στο διπλανό κάθισμα στο ΚΤΕΛ, στον κύριο από το περίπτερο που πάω κάθε πρωί να αγοράσω την εφημερίδα, στην δεσποινίδα από την ουρά της Τράπεζας, μη σας πω και στην κοπέλα από το 11880, η οποία συχνά πυκνά με ενημερώνει για το ποιο νοσοκομείο εφημερεύει και σήμερα (βλ. πάλι Φοβάμαι…άρα δεν υπάρχω). Οι φίλοι μου, μάλιστα, που ξέρουν αυτό το «ταλέντο» μου δεν ήταν λίγες οι φορές που επέμειναν να ανοίξω μια γραμμή 090 (κάπως αλλιώς πρέπει να λέγονται πια), μήπως και βγάλουμε κάνα λεφτό. Δεν ξέρω αν στο πρόσωπό μου κάποιοι βλέπουν την Τένια Μακρή-τι να κάνει και αυτή η ψυχή άραγε;-, ξέρω ότι όποιος δεν με ξέρει καλά, έχει την ψευδαίσθηση ότι δίνω πολύ καλές συμβουλές. Και χρησιμοποιώ την καθόλου κολακευτική λέξη «ψευδαίσθηση», καθώς αν με ξέρεις έστω λίγο, δεν αργείς να καταλάβεις ότι ποτέ δεν θα μπορούσα να εφαρμόσω τις συμβουλές που με άνεση και χάρη μοιράζω.
Τι συμβουλές να δώσω; 


10 τρόποι για να καταπολεμήσετε τις φοβίες σας; (ας καταπολεμήσω πρώτα τις δικές μου)
10 πρακτικές λύσεις να πάρετε τη ζωή στα χέρια σας; (αν βρει κανείς τη δική μου, ας μου την επιστρέψει σας παρακαλώ)
10 έξυπνες λύσεις για να πατήσετε πόδι στη δουλειά; (ασχολίαστο) ή μήπως 10 tips για να τρέχει από πίσω σας; (την στιγμή που έχει καιρό να τρέξει κανείς πίσω από εμένα;)

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι δεν είναι φρόνιμο να συμβουλεύουμε τους αγαπημένους μας, διότι σίγουρα οι συμβουλές μας έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα. Δεκτό.
Σε αυτήν την ενότητα, όμως, θα επιδιώξω να «παίξω αυτό το παιχνίδι». Να αγγίξω θέματα και ζητήματα, τα οποία προκύπτουν συχνά-πυκνά στην καθημερινότητά μας και απλά δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Με χιούμορ και αισθητική (θέλω να πιστεύω) θα δώσουμε οδηγίες προς ναυτιλομένους, ανάλογα με την εκάστοτε περίσταση. Μην βιαστείτε να τις ακολουθήσετε κι εσείς και σας πάρουμε στο λαιμό μας.
Καλή ανάγνωση και ο Θεός βοηθός σας!

Με αγάπη, Βίλυ 
ΥΓ.: Πείτε μας τους προβληματισμούς σας στο villyargiroudi@gmail.com και θα βάλουμε τα δυνατά μας να σας...καταστρέψουμε!

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Ερώτηση κρίσεως. Απάντηση κρίσης.

Σκέφτομαι να ξεκινήσω μια ενότητα, όπου θα μπορούμε να...μοιραζόμαστε.




Συνεπώς, περιμένω στο mail (villyargiroudi@gmail.com) μου τις απαντήσεις σας, σε ένα ή σε όλα από τα παρακάτω ερωτήματα.

Τι θα μοιραζόσουν και τι όχι; 
Πότε μοιράστηκες κάτι για τελευταία φορά; 
Άλλαξε η ζωή σου και πως, όταν μοιράστηκες κάτι;

Επισυνάψτε, αν θέλετε, μαζί με την απάντησή σας μια φωτογραφία σας.
Αν πάλι θέλετε να μην εμφανιστεί όνομα και φωτογραφία, περιμένω την απάντησή σας με ένα ψευδώνυμο. 
Η απάντησή σας μπορεί να είναι από μια λέξη έως και μια σελίδα.  
Ευχαριστωωωωώ!!!

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Άντρες...

Από το βιβλίο Και οι ξανθιές έχουν ψυχή της Έλενας Ακρίτα, Εκδόσεις Καστανιώτη

Γιατί οι άντρες κατουράνε έξω από την λεκάνη; Δεν το καταλαβαίνω αυτό το πράγμα. Ο Θεός τους προίκισε με μια σπάνια ανατομική ευθυβολία. Στέκεσαι όρθιος, έχεις οπτική επαφή με τον στόχο, αυτό ήτανε, τέρμα. Ούτε φιλοσοφία χρειάζεται ούτε ευφυϊα, ούτε προπόνηση επί εικοσιτετράωρου, για να μαρκάρεις σωστά. Οπότε, γιατί οι άνδρες κατουράνε έξω από την λεκάνη; Γιατί μπαίνεις στο μπάνιο και βλέπεις αυτό το χύμα, αυτό το διάσπαρτο, αυτή τη χαρά του σφουγγαρόπανου;
Γιατί οι άνδες βρίζουν τόσο πολύ όταν οδηγούν; Γιατί φταίει πάντα ο άλλος, ο απέναντι, ο αντίθετος, αυτός που έχει προτεραιότητα, αυτός που δεν έχει προτεραιότητα, αυτός που του βγήκε από αριστερά, αυτός που είναι γέρος, αυτός που είναι γιατρός, αυτός που είναι γυναίκα, αυτός που είναι ταξιτζής, αυτός που διαθέτει μικρότερο αμάξι; Γιατί κατεβάζουν το παράθυρο και εκστομίζουν βλακώδη του τύπου:
-Ποιος είσαι ρε μ...., ο Φιντιμπάλντι είσαι;
-Στους Ζουλού το πήρες το δίπλωμα;
-Ε, βέβαια, έχει Ζάσταβα ο μ...., κρατιέται τέτοιος κυβισμός, δεν κρατιέται.






Γιατί οι άνδρες καταστρέφουν τα ηλεκτρολογικά του σπιτιού; Μόλις προκύψει ο χαβαλές με πρίζα, καλώδιο, ασφάλεια, ρελέ; Όοοοχι, μην τηλεφωνήσουμε στον Θανάση. Όοοοχι, ο Θανάσης θα μας γδάρει ζωντανούς, άσε που είναι και σκιτζής στη δουλειά του. Όοοοοχι, αυτοί ξέρουν καλύτερα. Αυτοί θα το φτιάξουν. Κατεβάζουν τον γενικό, σκαρφαλώνουν και σε καμιά σκάλα-έτσι, άνευ αντικειμένου-και κάθονται και κοιτάνε τον πίνακα. Τον κοιτάνε αυτόν τώρα. Πέφτει μια παύση, μια σιωπή, μια νέκρα μες στο σπίτι. Και ύστερα ομιλεί ο εμπειρογνώμονας, ο πραγματογνώμονας, ο επαϊων, ο ειδήμων, ο μην ξεράσω:
-Υπάρχει πρόβλημα.
-Υπάρχει πρόβλημα, ευχαριστώ πολύ. Μια οικογένεια βυθισμένη στο σκοτάδι, με τα τρόφιμα να ψυχορραγούν στο ψυγείο, τα κρέατα και τα βουτύρατα να φωνάζουν συμβολαιογράφο να συντάξουν τη διαθήκη τους και ο σκαρφαλωμένος ο ξερόλας σού λέει ότι υπάρχει πρόβλημα. Το οποίο, εντελώς παρεπιπτόντως, δεν μπορεί να το λύσει. Όχι γιατί δεν ξέρει, όοοοχι. Απλά, του λείπει το απαραίτητο εργαλείο. Αυτό που εντελώς παρεπιπτόντως το έχει ο Θανάσης. Που παρεπιπτόντως τον φωνάζουμε και διορθώνει τη βλάβη σε δυο λεπτά.
Γιατί οι άντρες τα ξέρουν όλα; Αλλά όλα; Ποιό είναι το καλύτερο λαπτοπ που κυκλοφορεί αυτήν την στιγμή την αγορά. Ποιο το καλύτερο καρπούζι στη Λαϊκή. Ότι αυτή η θεά, η κουκλάρα, μέσα από το παντελόνι έχει κυτταρίτιδα. Ποιά μετοχή θα πάρει τα πάνω της.Πού πρέπει να χτυπήσεις τώρα οικόπεδο, γιατί με τους Ολυμπιακούς του 2004 θ' ανέβει η αξία του. Ξέρουν πώς πρέπει να μαγειρέψεις, χωρίς να ξέρουν να μαγειρέψουν. Ξέρουν ν' απαντήσουν σε όλες τις απορίες του παιδιού, ασχέτως αν του λένε άλλα αντ' άλλα τα μεγάλα της Παρασκευής το γάλα. Ξέρουν Ιατρική, Νομικά, φιλοσοφία, Κοινωνιολογία και να κρεμάνε κουρτίνες.
Γιατί οι άντρες φοράνε κόκκινες γραβάτες; Τι είναι η κόκκινη η λύσσα η κακιά στο λαιμό; Από πού τους προέκυψε το σύνδρομο; Από τον κ. Σημίτη που έβαλε μία να ορκιστεί Πρωθυπουργός και έκτοτε δεν την βγάζει με τίποτα; Τον έχουν για πρότυπο; Ψυχραιμία, παιδιά. Ο Σημίτης είναι, δεν είναι ο Γκοτιέ.
Γιατί οι άνδρες αγοράζουν παιχνίδια στα παιδιά τους, για να τα παίζουν οι ίδιοι; Μονίμως ένας μαντράχαλος καθισμένος στη μοκέτα συναρμολογεί τρενάκια. Στο μεταξύ, το δύσμοιρο το ανήλικο κάθεται και τον κοιτάζει. Μην του μιλήσει κιόλας και τον αποσυντονίσει. Και αφού το κάνει πλίνθοι και κέραμοι, σηκώνεται πιασμένος ο μεσήλιξ, ο παλίμπαις, από τα πατώματα και αναφωνεί "αλήτες, ένα σωρό λεφτά για ψευτοπράγματα". Και μένει το παιδί στη μοκέτα με το τσαταλιασμένο πλέι-μομπίλ.
Γιατί οι άντρες μιλάνε συνέχεια για το στρατό; Τι με κόφτει εμένα ο λοχίας ο στραβοκάννης και ο Νίκος ο Τσίμπουρας από τις Σέρρες και η φοβερή πλάκα που κάνανε στο δεκανέα κι άμα σου τη διηγηθεί είναι ένα ξερατό και πρέπει να κάνεις ότι γελάς κιόλας; Και "αυτά ήτανε χρόνια" και "τότε γίναμε άντρες" και "δεν θα ξεχάσω μια φορά...". Να ξεχάσεις. Να ξεχάσεις, να ξεχάσεις!
Γιατί οι άντρες λένε αηδίες όταν ερωτεύονται; Όλη αυτή η αποθέωση της κοινοτοπίας από πού εκπορεύεται; Με τι θάρρος θα με κοιτάξεις στα μάτια και θα μου πεις εμένα "σ' αγαπώ, μέχρι τώρα τ' λεγα, αλλά δεν το εννοούσα", "μ΄ εσένα μπορώ να επικοινωνώ", "θέλω να είμαστε μαζί για πάντα", συγνώμη, αλλά με τι μούτρα θα μου τα πεις όλα αυτα΄;
Γιατί οι άντρες μιλάνε συνέχεια για τη μάνα τους; Τι είναι αυτό το χαζό "η μάνα μου έλεγε μια μεγάλη κουβέντα: "κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε". Μόνο η μάνα του το έλεγε; Η υπόλοιπη Ελλάδα μπρίκια κόλλαγε;
Γενικώς, γιατί οι άνδρες είναι πιο έξυπνοι, πιο ψηλοί, πιο μορφωμένοι, πιο ευαίσθητοι, πιο γοητευτικοί, πιο νέοι, πιο καλοί άνθρωποι, πιο χρηστοί, πιο ενάρετοι, πιο...
Τελικά-γιατί οι άντρες είναι τόσο μα τόσο άνδρες;


Φοβού τους οργισμένους και όπλα φέροντας…


Εκεί που χάζευα στην τηλεόραση πριν μερικές μέρες, έπεσα πάνω στον Καρατζαφέρη. Φαντάζομαι πως είναι σε όλους σας αντιληπτό ότι ούτε εγώ θέλω να πέφτω πάνω του, ούτε εκείνος θα ήθελε να πέσει επάνω μου. Για ευνόητους λόγους και τα δυο. Το τελευταίο που θέλω πια είναι να βλέπω πολιτικούς. Όλοι τους με ενοχλούν. Και αυτοί με τον καλοσιδερωμένο γιακά, και οι άλλοι, τα και καλά παιδιά της διπλανής πόρτας… Χόρτασα και τους μεν, χόρτασα και τους δε…
Μην πλατειάζω, όμως. Το θέμα αυτής της ανάρτησης είναι άλλο. Ο κατά τ’ άλλα αντιπαθητικός σε εμένα Καρατζαφέρης, είχε να καταθέσει μια πρόταση που την απέρριψα μεν, αλλά όταν την πρωτοάκουσα λαμπίρισαν τα ματάκια μου. Ο κάθε πολίτης να έχει το δικαίωμα, μετά από τις απαραίτητες προαπαιτούμενες εξετάσεις, να έχει στο σπίτι του ένα όπλο, σε περίπτωση που κάποιος επιδιώξει να απειλήσει την ασφάλεια τη δική του και της οικογένειάς του.  
Χμ…Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας. Η ιδέα με έφτιαξε, με έφτιαξε πολύ. Τόσο πολύ που τρόμαξα με τον εαυτό μου. (Πού είναι, ωρέ παιδιά, εκείνο το κορίτσι με τα μαγουλάκια που δεν μπορούσε να πειράξει ούτε μυρμηγκάκι; )

Ξαφνικά, με φαντάστηκα να κρατάω το όπλο, δυναμικά, χωρίς τρέμουλο και χτυποκάρδι, και στη θέση του ληστή-απαγωγέα-λωποδύτη να έχω βάλει διάφορους άλλους που και τι δεν θα έκανα να βρίσκονται σε αυτήν την θέση.
Μην μου πείτε ότι για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, μόνο για τόσο, δεν μπήκατε κι εσείς στον πειρασμό να σκεφτείτε προς τα πού θα θέλατε να στρέψετε την κάννη του όπλου σας...; Όχι, απαραίτητα για να έχουμε αίματα- ποιος σφουγγαρίζει μετά;-να, έτσι, για να δείξετε ποιος είναι τώρα το αφεντικό, ποιος έχει την εξουσία, ποιος μπορεί να μιλάει και ποιος ωφείλει να ακούει…
Και τώρα που τα είπαμε όλα αυτά, φτιαχτήκαμε με την ιδέα, φουσκώσαμε σαν παγώνια κτλ…κτλ…κτλ…ήρθε η ώρα να σκεφτούμε πιο ψύχραιμα. Να συμφωνήσουμε ότι είναι επικίνδυνο στην εποχή μας να δώσεις σε κάποιον ένα όπλο. Εδώ, έτσι που γίναμε, είναι επικίνδυνο να του δώσεις και αποκριάτικο, όχι αληθινό. Κι εγώ σου λέω ότι περνάει από όλες τις εξετάσεις. Οφθαλμολογικές, ψυχολογικές και εγώ δεν ξέρω τι άλλη εξέταση σκέφτεται ο κ. Καρατζαφέρης. Και τι έγινε; Εκείνες τις εξετάσεις θα προσκομίσουμε, όταν αδειάσω το όπλο στο κεφάλι της καλής κυριούλας στην Εφορία, που δεν ξέρει πώς να πληκτρολογεί και με έχει να περιμένω 2 ώρες στην ουρά; Αυτές τις εξετάσεις θα προσκομίσουμε όταν αδειάσω το όπλο στον μπροστινό μου με το αμάξι που έχει ξεχάσει να πάρει το χεράκι του από την κόρνα και παίζει με τα νεύρα μου πρωινιάτικα; Στον εκάστοτε Πρωθυπουργό που με έχει αφήσει άνεργο, χωρίς ιατροφαρμακευτική ασφάλιση, με κίνδυνο αύριο να είμαι και άστεγος (κάλλιο από το να πληρώνω άλλο τα χαράτσια);
Οι Έλληνες περνάμε μια δύσκολη φάση. Ή για να είμαι πιο ακριβής μια δύσκολη περίοδο  (Γιατί η φάση είναι κάτι που έρχεται και φεύγει και όλο αυτό που ζούμε σαν Έθνος, δεν το κόβω να ξεκουμπίζεται εύκολα). Είναι τουλάχιστον επικίνδυνο, λοιπόν, να μας βάζουνε ιδέες ή ακόμα χειρότερα να μας διευκολύνουν να κάνουμε κάτι, που αργά ή γρήγορα φοβάμαι ότι θα συμβεί.
Φοβού τους οργισμένους και όπλα φέροντας…

Με αγάπη, Βίλυ

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Καλημέρα;


Στις μέρες μας, με ερωτηματικό η καλημέρα. Πάνε οι τελείες. Πάνε ασυζητητί και τα θαυμαστικά. Με ερωτηματικό, λοιπόν.
Καλημέρα;;;
Θα είναι καλή; Αχ, καλέ μου Θεέ, κάνε να μην είναι κακή τουλάχιστον.
Διαγωνισμός: Ποιος θα την πρωτοχαλάσει; Ο Καμπουράκης στο Mega με τις ειδήσεις για τους νέους φόρους, ο γείτονας που θα κάνεις το λάθος να τον ρωτήσεις τυπικά τι κάνει και θα σε αρχίσει με τα προβλήματα της καθημερινότητάς του, ο περιπτεράς που θα βρίσει τον λαθραναγνώστη εφημερίδων «καλά, ρε φίλε, εμείς πώς θα βγάλουμε το ψωμάκι μας;»; Ποιος θα στην χαλάσει πρώτος; Το αφεντικό που θα σου ξεφουρνίσει την πιο παράλογη απαίτησή του, χωρίς να προλάβεις να αφήσεις την τσαντούλα σου στην κρεμάστρα ή μήπως η μαμά σου που θα αναλάβει με το «καλημέρα» να σου θυμίσει ότι πρέπει να δώσεις τη δόση της πιστωτικής σου σήμερα;
Στο παρελθόν ρωτούσες μηχανικά τον κόσμο στο διάβα σου τι κάνει, κι εκείνος ακόμα πιο μηχανικά σου έγνεφε ότι είναι καλά και εκεί τελείωνε η κουβέντα. Ούτε εσύ κοντοστεκόσουν για να θέσεις την ερώτηση, ούτε εκείνος μείωνε τον ρυθμό του βαδίσματος του για να σου απαντήσει. «Τι κάνεις;» ο ένας, «καλά είμαι» ο άλλος και η ζωή συνεχιζόταν. Τώρα όποιος κάνει το λάθος να ρωτήσει, πρέπει να περιμένει να ακούσει και την απάντηση. «Τι να κάνω, παιδάκι μου;» (με αναστεναγμό), «καμώνομαι, παιδί μου» (με απογοήτευση), «ποιος είναι καλά, για να είμαι κι εγώ» (με απορία), «κάθε εχθές και καλύτερα, κορίτσι μου» (με συναίσθηση της πραγματικότητας). Ουφ, αχ, βαχ, αναστεναγμοί, επιφωνήματα και πάει λέγοντας. Μόνο που τώρα δεν νιώθεις ότι η ζωή συνεχίζεται.
Τώρα πια αν συναντήσουμε κάνα γνωστό στο δρόμο, ή αλλάζουμε πεζοδρόμιο, ή στην καλύτερη περνάμε από δίπλα του, κουνώντας ρυθμικά το κεφάλι μας, σαν να του λέμε «δεν σε ρωτάω, δεν θέλω να μάθω, έχω τα δικά μου…». Στην γνωστή φράση «δεν ήξερες, δεν ρώταγες;», απαντάμε σήμερα «δεν ρωτάω, για να μη μάθω».
Δεν αντέχω να μάθω κάτι άλλο, δεν μπορώ να ακούσω για άλλες απολύσεις, για άλλους θανάτους, για άλλες αρρώστιες, για άλλες πτωχεύσεις.
Θέλω να ξυπνάω και να λέω καλημέρα με την καρδιά μου. Να της βάζω τελείες. Θαυμαστικά. Να την ντύνω με επιφωνήματα χαράς, να την στολίζω με χαμόγελα και να την βάφω άσπρη με ροζ λεπτομέρειες (κι ας μην ήμουν ποτέ από τα κοριτσάκια που αγαπούσαν τους φιόγκους και τα πολλά πολλά φρου φρου και αρώματα).
Καλημέρα σε όλους μας, λοιπόν! Με θαυμαστικό. Ποτέ δεν ξέρεις…Μπορεί σήμερα να είναι μια καλή μέρα!

Με αγάπη, Βίλυ

Υ.Γ. Είναι πραγματικά όμορφο να κοιμάσαι και να ξυπνάς για να πεις «Καλημέρα» στους ανθρώπους που αγαπάς. Ακόμα κι αν σε κάποιους από αυτούς, στους πιο αγαπημένους σου, πρέπει να την λες από το τηλέφωνο…

Γίνε εθελοντής! Γίνε κορόιδο!


Τη σχέση μου με τον εθελοντισμό δεν την λες και καλή… Και δεν την λες, γιατί δεν είναι…Και δεν είναι, γιατί κάποια στιγμή έρχεται το πλήρωμα του χρόνου και φθάνεις στο σημείο του ως εδώ και μη παρέκει…
Ο εθελοντής, σύμφωνα με το λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας, είναι αυτός που εκτελεί ένα έργο, μια εργασία, ένα καθήκον με τη θέλησή του και με μοναδικό κίνητρο ένα συναίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης και αλτρουισμού. Δίπλα σε αυτήν την λέξη, θα δεις να βρίσκεται κάπου μικρή μικρή-σχεδόν αόρατη- η φωτογραφία μου. Last year (κλεμμένο από την γνωστή σε όλους μας διαφήμιση). Επειδή this year πέθαναν τα κορόιδα, Αντωνάκη…
Να ζήσουμε να τα θυμόμαστε και να γελάμε με τα χάλια μας, επιτρέψτε μου να συμπληρώσω. Ναι, ναι, χάλια… Με λύπη μου έχω να σας ενημερώσω ότι κάθε φορά που εσείς προσφέρετε εθελοντική εργασία, κάποιος μάγκας από πίσω σας (ή αν έχει θράσος και εμπρός σας) οικειοποιείται τους αγώνες σας και ζητάει και τα ρέστα από τον απλήρωτο λογαριασμό του. Δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις, αλλά στο θέμα του εθελοντισμού θα γενικεύσω χωρίς δισταγμό και θα νιώσω πραγματικά ευτυχής, αν κάποιος από εσάς έχει να καταθέσει κάποιο άλλο βίωμα.
Ας το κάνουμε και εικόνα. Κάποιος έχει μια φαεινή ιδέα, κάνει το φρικτό λάθος να την μοιραστεί με κάποιον και από το πουθενά, την αμέσως επόμενη στιγμή, αυτός ο κάποιος την παρουσιάζει ως δική του. Ο πρώτος εθελοντής, ο δεύτερος "μάγκας". (με "μ" μικρό, τόσο μικρό, όσο μεγάλη είναι η αυθάδειά του).
Κι άλλη εικόνα: Κάποιος φοράει εκείνο το χαρακτηριστικό φωσφοριζέ καπελάκι ή μπλουζάκι και τρέχει ολημερίς και ολονυχτίς, πάνω κάτω, πέρα δώθε, για τις χαμαλοδουλειές που του όρισε το μεγάλο «κεφάλι». Αυτό το «κεφάλι»-ΕΞΥΠΝΑΚΙΑΣ, που στο τέλος της εκάστοτε εκδήλωσης, θα ευχαριστήσει στην ομιλία του την μαμά του, τον μπαμπά του και τον δευτερότριτο ξάδερφο που τον έφτασαν ως εδώ, για να μπορεί να αγωνίζεται για το κοινό καλό, και ΑΝ…ΑΝ…θυμηθεί, κάπου θα «χώσει» και ένα ευχαριστώ (την ώρα που είναι κλειστό το μικρόφωνο) για το φωσφόριζε ανθρωπάκι. Το ανθρωπάκι εθελοντή.
Τρίτη και τελευταία εικόνα: Ο εθελοντής φτάνει κατάκοπος στο σπίτι του, βγάζει τα παπούτσια του, βλέπει τους κάλλους στο μικρό δαχτυλάκι του ποδιού του και ανάβει το θερμοσίφωνο, νιώθοντας περήφανος που έστω με το δικό του μικρό λιθαράκι και με μοναδικό κίνητρο τον αλτρουισμό, βοήθησε τον συνάνθρωπό του. Δεν ήθελε να ακούσει από κανέναν «ευχαριστώ», δεν έκανε ό,τι έκανε για να τον ευχαριστήσουν, δεν περίμενε συγχαρίκια, ούτε είχε ανάγκη από «βαθιές υποκλίσεις». Σε παράλληλο πλάνο, το «αφεντικό» στο σαλόνι, με την κυρά του, πίνει στην υγειά του κορόιδου, το οποίο είχε την ψευδαίσθηση ότι βοηθάει τον συνάνθρωπό του, ενώ στην πραγματικότητα βοηθούσε το καθίκι με το παπιγιόν. Στην υγειά του αλτρουισμού και του εθελοντισμού, στην υγειά των κορόιδων που καλή τη πίστη εξυπηρετούν συμφέροντα και καθίκια.
Όταν αποφάσισα να φτιάξω αυτό το blog, αποφάσισα πώς θέλω να δουλέψει ως ένα δίκτυο αλληλοβοήθειας στους δύσκολους καιρούς που ζούμε. Ήθελα-ΘΕΛΩ-να μοιραστούμε ιδέες, θέσεις και βιώματα…Να κοινοποιήσουμε στους αναγνώστες τι ξέρουμε να κάνουμε καλά, μήπως και βρούμε δουλειά, να παρουσιάσουμε τα ταλέντα μας, να βοηθήσουμε ποικιλοτρόπως τον φίλο μας και μέσα από αυτήν την προσπάθεια να βοηθηθούμε κι εμείς με τη σειρά μας. Ναι, μέσα από αυτό το blog, θα επιχειρήσω σύντομα να διοργανώσω κάτι φιλανθρωπικό. Δεν έχω καταλήξει στο τι θα είναι αυτό, συνεπώς περιμένω τις ιδέες σας.
Το μόνο σίγουρο είναι πώς σε αυτό το τόλμημα, δεν θα χρειαστώ εθελοντές. Θα χρειαστώ, όμως, φίλους. Χωρίς φωσφοριζέ καπελάκια, με φωσφοριζέ ιδέες και επίγνωση. Επειδή, όπως είναι και το μότο του μπλογκ μου, είναι στην μοίρα μας να μοιραζόμαστε. Επειδή μόνο αν βοηθήσουμε, ίσως κάποτε να βοηθηθούμε…

Με αγάπη, Βίλυ

Ο κολλητός της κολλητής του κολλητού μου…


Με όλα αυτά που βλέπω γύρω μου, με όλα αυτά που διαβάζω στις εφημερίδες και με όλα αυτά που ακούω στις ειδήσεις, θα μπορούσα σήμερα να γράψω για πολλά θέματα στο blog μου. Με αυτόν τον τρόπο θα ικανοποιούσα, άλλωστε, και εκείνους που γκρινιάζουν ότι…καλά τα λέω μεν, αλλά είμαι λίγο μελοδραματική δε, χωρίς να σχολιάζω όσο θα έπρεπε -και όσο θα μπορούσα ενδεχομένως -την επικαιρότητα.
Έλα, όμως, που κάτι άλλο προκάλεσε και σήμερα την πένα μου- πληκτρολόγιο για να είμαι ακριβής-και σε αυτό θα ήθελα να σταθώ. Καθώς ερχόμουν στη δουλειά μου, λοιπόν, άθελά μου (άντε καλά, ηθελημένα, το παραδέχομαι) έστησα αυτί σε μια τσακαλοπαρέα που περπατούσε μπροστά μου.

ΜΕΛΗ ΠΑΡΕΑΣ: Καμιά δεκαριά.
ΣΥΣΤΑΣΗ ΠΑΡΕΑΣ: Όσα κορίτσια, τόσα και αγόρια.
ΗΛΙΚΙΑ ΠΑΡΕΑΣ: Ε κάπου εκεί στο Λύκειο.
IQ ΠΑΡΕΑΣ: Χέρι στη φωτιά δεν βάζω.

Τα κορίτσια έκλεβαν αδιαμφισβήτητα την εντύπωση. Στολισμένες στην τρίχα, αναρωτιόμουν πόση ώρα νωρίτερα ξυπνάνε για να πάνε στο σχολείο. Τα αγόρια από την άλλη, ήταν αλλιώς: Μη του μιλάτε του παιδιού, αφήστε το να κλάψει, είμαι άνδρας και το κέφι μου θα κάνω…(βρε από τότε, έτσι να είναι αυτά τα παιδιά)
Κοινή συνισταμένη ανάμεσά τους, μια λέξη. Η λέξη ΚΟΛΛΗΤΟΣ.
Την άκουγα συνέχεια, σχεδόν χωρίς καν διάλειμμα, από τον έναν στον άλλον, από την μια στην άλλη και τούμπαλιν. Και άντε πάλι από την αρχή. Ρε κολλητέ, πλάκα μας κάνεις; Κολλητούλα μου, έλα πιο εδώ…(συνοδεύεται με νάζι και σκέρτσο). Κολλητέ, καλά, μαλάκας είσαι; Δες ρε, κάτι κολλητές! Έπαθα πλάκα. Μπήκα σχεδόν στο τριπάκι να μετράω με τα δάχτυλα του χεριού μου τις όμοιες προσφωνήσεις. Όταν πια και τα δέκα δάχτυλα των χεριών μου, δεν έφθαναν, λίγο προτού αποφασίσω να επιστρατεύσω και εκείνα του ποδιού, αποφάσισα να στρίψω από έναν παράδρομο και να κόψω δρόμο, μήπως και σωθώ από αυτήν την παραφροσύνη. Κολλητός ο ένας, κολλητάρι ο άλλος, κολλητούλα η μία, κολλητή η άλλη…δεν αντεχόταν άλλο αυτό το μαρτύριο.
Κι εμείς, πριν δέκα χρόνια, έτσι μιλούσαμε; Άντε και ας υποθέσουμε ότι όλους τους θεωρούσαμε «κολλητούς» (βλ. κείμενο «Η απομυθοποίηση της απομυθοποίησης»), έτσι τους φωνάζαμε κιόλας; Και εγώ που νόμιζα ότι άλλη είναι η εθνική μας λέξη…
Κολλητοί μου (ας θυμηθώ κι εγώ τα νιάτα μου), ένα έχω να σας πω: Μόνο το κολλητιλίκι θα μας σώσει τελικά, το ξαναματασκέφτηκα (αχ πάντα μου άρεσε να την χρησιμοποιώ έτσι την λέξη αυτή).
Το αληθινό κολλητιλίκι, όμως, όχι το δήθεν, όχι το "όλοι οι καλοί χωράνε"…
Λένε ότι οι φίλοι στο πιοτό και στον τζόγο φαίνονται. Εκεί που το συνειδητό κάνει στην μπάντα και το ασυνείδητο πάρτυ. Άλλοι εμμένουν ότι οι φίλοι φαίνονται στα δύσκολα, άλλοι πάλι επιμένουν ότι φαίνονται στα εύκολα.
Εγώ που έχω αποδειχθεί τυχερή και οι ίδιοι φίλοι μου ήταν και στα μεν και στα δε, δικαιούμαι να πιστεύω ότι οι φίλοι, οι αληθινοί φίλοι, οι κολλητοί, τα κολλητάρια που λέγανε και τα παιδιά σήμερα, είναι δίπλα μας και στα πάνω μας και στα κάτω μας, και στα ουράνια και στα σκατά. Και δεν θα χρησιμοποιήσω άλλη λέξη, για να φανώ αρεστή. Αυτή είναι η κατάλληλη. Σκατά. Και δεν θα χρησιμοποιήσω άλλη λέξη, γιατί από εδώ και πέρα, έχουμε να φάμε πολλά τέτοια. Είναι, όμως, λίγο πιο γευστικά όταν τα τρως με παρέα (εντάξει, καταλαβαίνετε τι εννοώ, ας μην είμαι τόσο περιγραφική από εδώ και πέρα).

Το τελευταίο χρονικό διάστημα, μπορεί να μην ήμουν όσο καλή φίλη συνήθιζα να είμαι κάποτε. Αλλά οι πραγματικοί μου φίλοι, ποτέ δεν με έστησαν στη γωνία για αυτό. Κατάλαβαν. Γιατί αυτό το κάνουν πολύ καλά οι φίλοι. Ξέρουν να καταλαβαίνουν, ξέρουν να περιμένουν…
Σε όλους αυτούς τους φίλους, λοιπόν, χρωστάω ένα ευχαριστώ, ένα πολύ μελό και μεγάλο ζουμερό ευχαριστώ, σε πείσμα όσων με «τσιγκλάνε» για αυτήν την χροιά του blog μου. Γιατί καλή και η επικαιρότητα, αλλά χωρίς τους φίλους μου, ούτε αυτό το blog θα έπαιρνε ποτέ σάρκα και οστά, ούτε εγώ θα είχα μπει στη διαδικασία,σιγά σιγά, ένα βηματάκι τη φορά, να ξαναγράψω.

Με αγάπη,
Βίλυ

Υ.Γ.: Ένα μεγάλο ευχαριστώ στη φίλη μου Χριστίνα Δοϊτσίνη που με το τριαντάφυλλό της ομόρφυνε το moirasou.blogspot.com.

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

"Ζω, περιμένοντας να ζήσω..."!

Πριν από πέντε περίπου χρόνια, γνώρισα τον τραγουδιστή Μιχάλη Εμιρλή, για τις ανάγκες μιας συνέντευξης στο περιοδικό όπου εργαζόμουν. Σήμερα, πέντε χρόνια μετά-μπορεί και παραπάνω τώρα που το καλοσκέφτομαι- στα χέρια μου έπεσε το cd που είχα πάρει ως λάφυρο από την συνάντησή μας. Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο πίσω μέρος του cd, λίγο πριν το βάλω στην τσάντα μου για να το ακούσω κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου προς την Χαλκιδική, εκεί που αναγράφονται οι τίτλοι των τραγουδιών, θυμήθηκα ποιο ήταν πάντα το αγαπημένο μου τραγούδι του. Μόνο που σήμερα, διαπίστωσα ότι αυτό το τραγούδι ήταν μάλλον προφητικό. Τι κι αν είναι αδιαμφισβήτητα ερωτικό; Αν καταφέρναμε να απομονώσουμε αυτήν του την ιδιότητα, θα καταλαβαίναμε ότι αυτό κάνουμε όλοι μας πια. Νέοι και μεγαλύτεροι. Ανήλικοι και ενήλικοι.
ΖΟΥΜΕ, ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ.
Η διαδρομή από τη Θεσσαλονίκη έως τον Πολύγυρο, όπου και βρίσκομαι τώρα, διαρκεί περίπου μια ώρα. (Εκτός αν πέσω στον γκαζιάρη οδηγό και φθάσω μεν νωρίτερα στον προορισμό μου, αλλά μείνω κανά μισάωρο στον σταθμό μέχρι να ηρεμήσει το στομάχι μου από τις στροφές). Το τραγούδι του Μιχάλη, λοιπόν, έπαιζε καθόλη τη διάρκεια. Είχα κολλήσει. "Περνάει αδιάφορα ο καιρός", "Με μνήμες ζω και αναμνήσεις, κρατώ κλειδωμένες ορμές και αισθήσεις", "ακόμα και η μοναξιά κουράστηκε να μου κρατάει συντροφιά", "κι αρκούμαι στο να προσδοκώ", "δεν ξέρω από πού να πιαστώ, να πιαστώ να σωθώ", "κλείνομαι μέσα μου να μην πληγωθώ", "ζω περιμένονται να ζήσω"...


Τι από όλα αυτά δεν κάνουμε σήμερα; Αφήνουμε τον καιρό να περνάει, μιας και δεν είναι εποχές για ανοίγματα, όνειρα και ελπίδες (όπως λένε όλοι αριστερά-δεξιά), ζούμε με αναμνήσεις (περασμένα μεγαλεία, διηγώντας τα να κλαις), νιώθουμε ένοχοι όταν έχουμε ορμές και αισθανόμαστε ακόμα με τις αισθήσεις μας, κλεινόμαστε στο καβούκι μας, αγκαλιά με την μοναξιά μας (η οποία σιγά σιγά θα απηυδύσει κι αυτή και θα μας αφήσει χρόνους) και αναρωτιόμαστε από πού μπορούμε να πιαστούμε για να σωθούμε. Έλα, όμως, που ο πνιγμένος από τα μαλλιά πιάνετε...
Τι γεύση μου άφησε τελικά το τραγούδι, μετά από τις τόσες φορές που το άκουσα; Τη γεύση της μελαγχολίας. Έχουμε πατήσει το Pause στη ζωή μας και πολύ φοβάμαι ότι όταν αποφασίσουμε να βάλουμε δειλά δειλά το δάχτυλό μας στο Play θα είναι αργά. Θα έχουν περάσει τα χρόνια και θα έχουμε χάσει ένα σημαντικό κομμάτι, το οποίο θα έχει φύγει ανεπιστρεπτί....
Αλλά και τι να κάνουμε; Πώς τους επιτρέψαμε, γαμώτο, να μην μας έχουν αφήσει κανένα περιθώριο επιλογής; Πώς να κάνεις οικογένεια στις μέρες μας, πώς να ρισκάρεις να κάνεις παιδιά; Πώς να κάνεις όνειρα; Πού να τα βασίσεις; Πώς, με ποιόν τρόπο, με ποιον; Γιατί άντε κι εσύ είσαι τρελός και αποφασίζεις να ριψοκινδυνέψεις. Είσαι διατεθιμένος να "τζογάρεις" και να ζήσεις, να μην περιμένεις άλλο, γιατί κανείς δεν μπορεί να σου εγγυηθεί πόσο θα κρατήσει αυτό το "άλλο". Με ποιον θα κάνεις οικογένεια, με ποιον μαζί θα ονειρευτείς, με ποια επιχειρήματα θα τον πείσεις;
Κλείνοντας, θα σας διηγηθώ μια σύντομη πραγματική ιστορία. Ήταν καλοκαίρι όταν με την κολλητή μου, την Μαρία, αποφασίσαμε να κάνουμε μπάνιο απόγευμα για να δούμε μέσα από τη θάλασσα το ηλιοβασίλεμα. Ούτε που καταλάβαμε πότε γύρισε ο καιρός και σήκωσε κύμα. Αλλά σε λίγο ο ήλιος θα έδυε, δεν θα παθαίναμε τίποτα. Κι όμως...Μέσα σε λίγα λεπτά η θάλασσα αγρίεψε τόσο που έπρεπε να βγούμε. Έλα που κάτω είχε πέτρες και εμάς μας είχε πιάσει σπαστικό γέλιο και δεν μπορούσαμε να στηριχθούμε πουθενά. Και όσο εμείς γελούσαμε, τα κύματα μας έριχναν προς τα βράχια, κάτι βράχια-ξυράφι στην Πελοπόννησο που δεν είναι έξυπνη ιδέα να παίζεις μαζί τους. Πάνω στον πανικό μου, λοιπόν, γυρνάω έντρομη στην Μαρία και απλώνοντας το χέρι μου, προς το μέρος της, της φωνάζω: "Πιάσε το χέρι ΣΟΥ"!!! (καθόλου έξυπνο λάθος, καθώς το σπαστικό γέλιο  πήρε τρομαχτικές διαστάσεις).
Μόνο έτσι, όμως, θα ξαναπατήσουμε κάποια στιγμή το play, φίλοι μου. Μόνο αν κάποια στιγμή βρούμε το κουράγιο να πιαστούμε από το "χέρι" μας, μόνο αν στηριχθούμε στις δικές μας δυνάμεις  θα κάνουμε το επόμενο βήμα και δεν θα ζούμε, περιμένοντας να ζήσουμε!

Με αγάπη, Βίλυ!

Υ.Γ.: Τον Μιχάλη θα ψάξω να τον βρω ξανά. Νομίζω πώς έχει να μοιραστεί πολλά μαζί μας...


Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Ξύπνα, φτάσαμε…


Μετά από το «Κοιμάσαι; Καλά να πάθεις!», λέω να επιμείνω λίγο παραπάνω στο θέμα του…ύπνου, αν μου επιτρέπετε. Παρόλα αυτά, αυτήν την φορά θα τον προσεγγίσω από άλλη οπτική γωνία και θα διαπραγματευτώ την στιγμή του ξυπνήματος, αφού πρώτα μοιραστώ μαζί σας μια ιστορία, ένα παραμύθι από αυτά που ξεκινάνε με το «Μια φορά κι έναν καιρό..».
Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, κάποιος άνδρας είδε έναν σκλάβο να κοιμάται. Πλησιάζει και διαπιστώνει ότι ονειρεύεται. Ξέρει τι ονειρεύεται: Ο σκλάβος ονειρεύεται ότι είναι ελεύθερος. Αναρωτιέται: Πρέπει να τον ξυπνήσω και να του πω ότι είναι όνειρο; Ή πρέπει να τον αφήσω να κοιμηθεί όσο μπορεί, απολαμβάνοντας, έστω και στο όνειρό του, τη φανταστική του πραγματικότητα; (από το βιβλίο Να σου πω μια ιστορία)
Και κάπου εδώ, τελειώνει το παραμύθι. Σύντομο μεν, διδαχτικό δε. Το επιμύθιο καλούμαστε να το βγάλουμε μόνοι μας, αν τελικά καταλήξουμε στο τι θα έπρεπε να κάνει ο πρωταγωνιστής του παραμυθιού μας.
Στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε, εγώ προσωπικά δεν μπορώ να απαντήσω με απόλυτο τρόπο. Ο λήθαργος μερικές φορές μου μοιάζει όαση, δεν σας κρύβω, ενώ όταν με ξυπνάνε (απότομα ιδίως) θυμώνω πολύ. Από την άλλη, όταν κοιμόμαστε τα αντανακλαστικά μας φυτοζωούν και σήμερα αυτή είναι μια πολυτέλεια που σίγουρα δεν έχουμε.
Ξυπνάω= επαναφέρω κάποιον στην πραγματικότητα. Του ανοίγω τα μάτια. Τον φέρνω ενώπιον των ευθυνών του. Τον κλωτσάω για να πέσει από το συννεφάκι του. Τον προσγειώνω απότομα.
Ωραία, τώρα που αντιληφθήκαμε τι ακριβώς σημαίνει η λέξη «ξυπνάω», νομίζω πως όλοι θα συμφωνήσουμε ότι πρέπει να αφήσουμε τον σκλάβο να κοιμάται. Ακόμα κι αν αυτός είναι ο ύπνος του δικαίου, όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός μας. Ή μήπως όχι;

Με αγάπη, Βίλυ

Υ.Γ.: Στη θέση του «σκλάβου» είσαι εσύ, είμαι κι εγώ. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κυριολεκτικά γιατί έχουμε πολλά δεσμά, εδώ που φθάσαμε ή εδώ που μας φθάσανε, μεταφορικά γιατί πολλά από αυτά τα δεσμά είναι «γέννημα και θρέμμα μας». Εσείς θα επιλέγατε συνειδητά να σας ξυπνήσουν; Ή μήπως όχι;

Εξάρτηση σημαίνει...

Από το βιβλίο Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΕΞΑΡΤΗΣΗΣ του Χόρχε Μπουκάϊ.

Η αλήθεια είναι ότι μπορώ πάντοτε να ζήσω χωρίς τον άλλον, πάντοτε, και είναι δύο αυτοί που πρέπει να το ξέρουν: εγώ και ο άλλος. Μου φαίνεται φοβερό κάποιος να σκέφτεται ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν, ή να νομίζει ότι, αν εκείνος αποφασίσει να φύγει, εγώ θα πεθάνω...Από την άλλη, με τρομάζει η ιδέα να ζω με κάποιον που με θεωρεί απολύτως απαραίτητο στη ζωή του.
Αυτές είναι πάντοτε σκέψεις χειρισμού, που υποδηλώνουν φοβερή απαίτηση.
Η αγάπη, αντιθέτως, είναι πάντοτε θετική και υπέροχη, δεν είναι ποτέ αρνητική. Ωστόσο, μπορεί να είναι η δικαιολογία που χρησιμοποιώ για να καταλήξω εξαρτημένος.
Γι' αυτό λέω συχνά ότι ο συνεξαρτημένος δεν αγαπάει. Χρειάζεται, απαιτεί, εξαρτάται, αλλά δεν αγαπάει.
Καλό θα ήταν να ξεπεράσουμε την εξάρτησή μας από συγεκριμένα πρόσωπα, να εγκαταλείψουμε αυτές τις συμπεριφορές, και να βοηθήσουμε τον άλλον να ξεπεράσει κι αυτός τη δική του εξάρτηση.
Θα μου άρεσε πολύ να μ' αγαπάνε όσοι αγαπώ. Αν, όμως, κάποιος δεν μ' αγαπάει, θα ήθελα να μου το πει και να φύγει (ή να μη μου το πει, αλλά πάλι να φύγει). Γιατί δεν ήθελα να είμαι δίπλα σε κάποιον που δεν θέλει να είναι μαζί μου...
Πονάει πολύ. Ωστόσο, αυτό είναι καλύτερο από το να μένεις και να υποκρίνεσαι.
Ο Αντόνιο Πόρτσια λέει στο βιβλίο του Φωνές: "Έπαψαν να σε εξαπατούν, όχι να σ' αγαπάνε, κι εσύ πονάς σαν να έπαψαν να σ' αγαπάνε".

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Η ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Από το βιβλίο Η ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ της Οράια Μάουντεν Ντρίμερ

  • Δεν με ενδιαφέρει τι επάγγελμα κάνεις. Θέλω να ξέρω για ποιο πράγμα πονάς, κι αν τολμάς να ονειρευτείς ότι θα συναντήσεις αυτό που λαχταρά η καρδιά σου. 
  • Δεν με ενδιαέρει πόσων χρονών είσαι. Θέλω να ξέρω αν θα διακινδυνέψεις να γελοιοποιηθείς για την αγάπη, για το όνειρό σου, για την περιπέτεια του να είσαι ζωντανός. 
  • Δεν με ενδιαφέρει ποιοι πλανήτες πλαισιώνουν τη σελήνη σου. Θέλω να ξέρω αν έχεις αγγίξει το κέντρο της ίδιας σου της θλίψης, αν οι προδοσίες της ζωής σ' έχουν κάνει ανοιχτό ή αν έχεις ζαρώσει και κλειστεί στον εαυτό σου από φόβο περισσότερου πόνου. Θέλω να ξέρω αν μπορείς να μείνεις με τον πόνο, το δικό μου ή το δικό σου, χωρίς να κινηθείς για να τον κρύψεις ή να τον εξασθενίσεις ή να τον θεραπεύσεις. 
  • Θέλω να ξέρω αν μπορείς να ζήσεις με τη χαρά, τη δική μου ή τη δική σου, αν μπορείς να χορέψεις έξαλλα και να αφήσεις την έκσταση να σε γεμίσει ως τις άκρες των δαχτύλων σου, χωρίς να μας προειδοποιείς να προσέχουμε, να είμαστε ρεαλιστές, να θυμόμαστε τους περιοριμούς της ανθρώπινης φύσης. 
  • Δεν με ενδιαφέρει αν η ιστορία που μου διηγείσαι είναι αληθινή. Θέλω να ξέρω αν μπορείς να απογοητεύσεις κάποιον άλλο για να φανείς αληθινός στον εαυτό σου, αν μπορείς να αντέξεις στην κατηγορία της προδοσίας και να μην προδώσεις την ίδια την ψυχή σου, αν μπορείς να είσαι άπιστος και γι' αυτό αναξιόπιστος. 
  • Θέλω να ξέρω αν μπορείς να δεις την ομορφιά, ακόμα κι όταν δεν είναι όμορφη, κάθε μέρα, κι αν την παρουσία της μπορείς να την κάνεις πηγή της ίδιας της ζωής σου. 
  • Θέλω να ξέρω αν μπορείς να ζήσεις με την αποτυχία, τη δική σου και τη δική μου, κι όμως να στέκεσαι στην άκρη της λίμνης και να φωνάζεις στην ασημένια πανσέληνο "Ναι"!
  • Δεν με ενδιαφέρει να ξέρω πού μένεις ή πόσα χρήματα έχεις. Θέλω να ξέρω αν μπορείς να σηκωθείς, μετά από μια νύχτα θλίψης και απόγνωσης, εξαντλημένος και πληγωμένος μέχρι το κόκκαλο και να κάνεις ό,τι χρειάζεται για να θρέψεις τα παιδιά. 
  • Δεν με νοιάζει ποιον ξέρεις ή πώς έφτασες μέχρι εδώ. Θέλω να ξέρω αν θα σταθείς στη μέση της φωτιάς μαζί μου, χωρίς να ζαρώσεις προς τα πίσω. 
  • Δεν με ενδιαφέρει πού, τί ή με ποιόν έχεις σπουδάσει. Θέλω να ξέρω τι σε στηρίζει από μέσα, όταν όλα τ' άλλα καταρρέουν. 
  • Θέλω να ξέρω αν μπορείς να μείνεις μόνος με τον εαυτό σου και αν στ' αλήθεια σου αρέσει η συντροφιά που κρατάς τις άδειες στιγμές.

Συντομία

Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάϊ, Ιστορίες να σκεφτείς.

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ σήμερα το ξημέρωμα.
έζησα την παιδική μου ηλικία το πρωί
και γύρω στο μεσημέρι
έμπαινα ήδη στην εφηβεία μου.
Και δεν είναι ότι τρόμαξα
που ο χρόνος μου περνάει τόσο βιαστικά.
Μόνο με ανησυχεί λίγο να σκέφτομαι
ότι ίσως αύριο
να είμαι πολύ γέρος
για να κάνω όλα όσα άφησα σ' εκκρεμότητα.

Από το ίδιο βιβλίο και τα παρακάτω:

Η πραγματικότητα δεν είναι όπως θα με συνέφερε εμένα να είναι.
Δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι.
Δεν είναι όπως μου είπαν ότι θα είναι.
Δεν είναι όπως ήταν.
Δεν είναι όπως θα είναι αύριο.
Η πραγματικότητα γύρω μου είναι όπως είναι.

Όταν κάποιος τολμάει να πει "όχι"
αρχίζει να ανακαλύπτει  άγνωστες πλευρές των φίλων του:
τον σβέρκο, την πλάτη και όλα τα σημεία που γίνονται ορατά μόνο όταν ο άλλος φεύγει.

Σε συναντώ...
Σε ακούω...
Σου μιλάω..
Σε αγκαλιάζω...
Σε φιλάω...
Σε έχω...
Σε σφίγγω...
Σε αιχμαλωτίζω...
Σε απορροφώ...
Σε πνίγω...
Σε αγαπώ;

Υ.Γ. Θα ήταν ίσως καλή ιδέα να μοιραστούμε αγαπημένα μας αποσπάσματα από πεζά, ποιήματα κτλ. Έτσι, για να ξεκουράζεται το μάτι, όταν το έχει ανάγκη...

Κοιμάσαι όρθιος; Καλά να πάθεις!


Εχθές μια φίλη μού έκανε ένα πρωτότυπο δώρο. Έτσι. Χωρίς λόγο. Πριν με αφήσει να ανοίξω το δέμα, άρχισε τον πρόλογο: «Σιχάθηκα να ακούω για μαξιλαράκια βοήθειας από το εξωτερικό. Σε όλα, ρε παιδί μου, να βάλουν χέρι. Ακόμα και στον ύπνο μας». Την είχε πιάσει σχεδόν αμόκ. Πήγαινα δειλά-δειλά να ανοίξω το δώρο μου και εκείνη το έπαιρνε μηχανικά από τα χέρια μου και συνέχιζε με αμείωτη ένταση: «Μαξιλάρι από την αξία των ενέχυρων σε ΕΚΤ, λέει ο ένας. Μαξιλάρι στη διεθνή οικονομική κρίση το Πεκίνο, λέει ο άλλος. Δεν μπορώ, ρε συ, έσκασα. Ούτε τον ύπνο μας δεν μπορούμε να φθαριστηθούμε πια…». Σε μια προσπάθεια να κατανοήσω την ομολογουμένως ακαταλαβίστικη συλλογιστική της, άρπαξα δυναμικά τη σακούλα και έσκισα το περιτύλιγμα.
«Δύο μαξιλαροθήκες», είπα με σχετική έκπληξη, καθώς δεν μου έχουν ξανακάνει τέτοιο δώρο στο παρελθόν. Ξαφνικά, η έκφραση της μαλάκωσε και τη θέση του παραληρήματος πήραν οι ευχές. «Στις πήρα για να έχεις ήσυχο ύπνο, να κάνεις όμορφα όνειρα, να κλείνεις όμορφα τη μέρα σου». Τι όμορφος συμβολισμός! Μα να μην έχω σκεφτεί ποτέ να δωρίσω κι εγώ μαξιλαροθήκες στους αγαπημένους μου;


Και εκεί που η φίλη μου είχε αυτό το μελιστάλαχτο ύφος, ξαφνικά φούντωσα εγώ. Φούντωσα δεν λέει τίποτα. «Εμείς θα κοιμόμαστε και η τύχη μας θα δουλεύει. Με αυτούς τι θα κάνουμε; Με αυτούς που κοιμούνται όρθιοι τόσα χρόνια, φιλενάδα. Με αυτούς που δεν γυρνάνε πτώματα στο σπίτι τους το βράδυ, αποζητώντας το μαξιλαράκι τους, γιατί πολύ απλά δεν έκαναν τίποτα όλη μέρα. Με αυτούς που έκαναν τα όνειρα μας, εφιάλτες και τον ύπνο κομβικό σημείο στη ζωή μας». «Κομβικό σημείο; Τι εννοείς»: είπε η φίλη μου, μετανιώνοντας αργότερα την ώρα και την στιγμή που μου έθεσε αυτό το ερώτημα, καθώς δεν έβαζα γλώσσα μέσα μου. «Εμ όλοι πια έχουμε ένα θεματάκι με τον ύπνο μας. Πώς να κοιμηθείς το βράδυ αν ξέρεις τι σε περιμένει το πρωί; Γαρίδα το μάτι. Κουκουβάγιες, βαμπίρ όλοι μας. Λογαριασμοί, χαράτσια, δάνεια, σουπερμάρκετ…Για κοιμήσου εσύ…Ε και στην άλλη πλευρά του νομίσματος, αυτοί που θέλουν όλη μέρα να κοιμούνται. Δεν είναι απαραίτητα κατάθλιψη αυτό, φιλενάδα. Βρήκαμε μια καραμέλα και την πιπιλάμε. Βάσανα είναι. Βάζεις το κεφάλι στο μαξιλάρι, σφίγγεις δυνατά τα μάτια-πιο δυνατά δεν έχει-και μετράς από προβατάκια μέχρι μπαμπουίνους. Ό,τι βολεύει τον καθένα, βρε αδερφέ. Φτάνει να κοιμηθείς. Να κοιμηθείς για να ξεχάσεις. Γιατί δεν έχεις και τίποτα καλό να θυμηθείς…». Όση ώρα, έβγαζα τον λόγο μου, η φίλη μου κούτσου-κούτσου μάζευε τις μαξιλαροθήκες και τις επανατοποθετούσε στην σακουλίτσα τους. «Δεν ήταν έξυπνη ιδέα οι μαξιλαροθήκες, τελικά ε;», ρώτησε με παράπονο.
Και εκείνη την στιγμή κατάλαβα τι είναι αυτό ακριβώς που έχουν καταφέρει να μας κάνουν αυτοί που «κοιμούνται όρθιοι». Κατάφεραν να μας αποπροσανατολίσουν. Πήραν το βλέμμα μας από τον στόχο (τον στόχο που ο καθένας μας έχει ορίσει) και το πέταξαν μακριά. Γιατί  ΜΟΝΟ με αυτόν τον τρόπο μπορούν να μας ελέγξουν, γιατί μόνο όταν είμαστε υποτελείς, δεν είμαστε επικίνδυνοι.
Όνειρα γλυκά, λοιπόν. Και σε εκείνους και σε εμάς. Δεν ξέρω αν κοιμούνται αυτοί όρθιοι ή τελικά εμείς. Το μόνο που ξέρω είναι ότι κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, θα ξυπνήσουν και οι μεν και οι δε...Και τότε...Καλά να πάθουμε!!!

Με αγάπη,
Βίλυ

Υ.Γ. Οι μαξιλαροθήκες ήδη από χθες ντύνουν τα μαξιλάρια μου.

Είναι ένα δώρο η ζωή και συχνά το ξεχνάω...

 Πίνακας: Χριστίνα Δοϊτσίνη!!!

Έτσι ξύπνησα σήμερα. Με αυτή τη διάθεση. Η μυρωδιά του καθαρού σεντονιού, η μυρωδιά του αχνιστού καφέ, η γρήγορη ματιά έξω από το παράθυρο και ο ήλιος που προμήνυε μια καλή μέρα. Καλή μέρα για αυτούς που ξέρουν πώς να την αξιοποιήσουν, καλή μέρα για αυτούς που δεν μιρλιάζουν (μια νέα λέξη, που δεν υπάρχει σε αυτήν της την μορφή αλλά περιγράφει επακριβώς τη στάση ζωής των περισσοτέρων μας τον τελευταίο καιρό). Μήπως τελικά δεν φταίει μόνο ο γιαλός που είναι στραβός, αλλά βάζουμε κι εμείς που και πού το χεράκι μας; Μήπως αυτό το χεράκι θα μπορούσε να κάνει κάτι πολύ πιο δημιουργικό;
                Πνιγμένη σε αυτές τις σκέψεις πρωινιάτικα, άνοιξα το mail μου. Ο Κλούνει δεν μου είχε στείλει μήνυμα σήμερα, μόνο ο Ντι Κάπριο μια ζωγραφιστή φατσούλα για «καλημέρα», αλλά δεν της έδωσα πολύ μεγάλη σημασία. Βλέπετε, ήθελα να πάρω τη δόση μου. Να δω κάτι που θα μου θύμιζε ότι η ζωή είναι ένα δώρο και συχνά το ξεχνάω. Κάτι που θα με «ταξίδευε». Κάτι που θα φρόντιζε να ικανοποιήσει την τάση φυγής μου, αλλά ταυτόχρονα θα με έκανε να θυμηθώ ότι έχω λόγους και να μείνω. Κάτι που θα με «πάρει» με τον δικό του μοναδικό τρόπο μακριά, κι ας είμαι ακόμα τόσο κοντά. Ένα εισερχόμενο μήνυμα στον προσωπικό μου λογαριασμό που το ανοίγω κάθε μέρα εδώ και καιρό, ένα μήνυμα που όταν το πρωτοάνοιξα, πριν από καιρό θαρρώ, εκείνη την πρώτη φορά, έμεινα να το κοιτάω ώρα, χαζεύοντας τις λεπτομέρειες του και παραμυθιάζοντας τον εαυτό μου, έστω για λίγο, έστω για τόσο λίγο, ότι αντικατοπτρίζει την καθημερινότητά μου.
 Τα λόγια του λίγα: ΞΥΛΟΜΠΟΓΙΕΣ-ΜΟΛΥΒΙ-ΚΑΡΒΟΥΝΟ-ΚΙΜΩΛΙΑ. Λίγα μα τόσο πολλά ταυτόχρονα. Το κοιτούσα και προσπαθούσα να σκεφτώ που με μεταφέρει. Σε ποια εποχή, σε ποιον τόπο, σε ποια ζώνη του χωροχρόνου. Ποιανού θα μπορούσε να είναι αυτό το ποδήλατο, ποιος θα μπορούσε να φορέσει αυτά τα μποτάκια και σε ποιον ανήκαν αυτά τα λουλούδια, που θα στοιχημάτιζα ότι η μυρωδιά τους γαργαλούσε τόσο προκλητικά τα ρουθούνια μου; Είχα τόσο καιρό να σκεφτώ έτσι, είχα τόσο καιρό να «ονειρευτώ», βλέποντας κάτι. Παλιά, παρακολουθώντας μια ταινία, έπαιρνα με συνοπτικές διαδικασίες μέσα μου τη θέση της πρωταγωνίστριας και το ζούσα «αλλιώς». Πώς αλλιώς δεν ξέρω αλλά αλλιώς. Παλιά όταν διάβαζα ένα βιβλίο, έβαζα τον εαυτό μου στη θέση του πρωταγωνιστή σε χρόνο dt και το ζούσα αλλιώς. Πώς αλλιώς δεν ξέρω αλλά αλλιώς. Όχι τώρα πια. Τώρα μεγάλωσα και μπορώ να  φορέσω μόνο το δικό μου «κοστούμι», δεν θυμάμαι πώς είναι να μπαίνεις στα «ρούχα» άλλων.
Και ξαφνικά το εισερχόμενο αυτό μήνυμα…και ξαφνικά αυτή η ζωγραφιά με ξυλομπογιές, μολύβι, κάρβουνο και κιμωλία…και ξαφνικά αυτό το ποδήλατο…κατάφεραν να κάνουν αυτό που μου φαινόταν πια τόσο ξένο, τόσο άγνωστο. Να με κάνουν να «ονειρευτώ», να «ταξιδέψω», όπως είπα στην φίλη μου Χριστίνα Δοϊτσίνη, που είχε την ευγενή καλοσύνη να μου το στείλει. Δεν θυμάμαι τι της πρωτοαπάντησα, βλέποντας τον πίνακά της. Ήμουν χαμένη στον κόσμο μου εκείνη την ώρα, στον κόσμο που εκείνη μου είχε «ζωγραφίσει» και δεν ήξερα ποιες λέξεις να βρω για να περιγράψω το συναίσθημα. «Ξύσε τις ξυλομπογιές σου, ακόνισε το μολύβι σου, πιάσε το κάρβουνο και την κιμωλία και βουρ…Παράτα όλα τα άλλα και στρώσου». Ίσως να έγραψα κάτι τέτοιο. Κι αν δεν το έγραψα, αυτό ήθελα να γράψω. Δεν το ζητούσα, το απαιτούσα. Δεν το ζητάω, το απαιτώ. Μου θύμισε πώς είναι να ονειρεύεσαι, δεν της επιτρέπω να με αφήσει να το ξαναξεχάσω.
Κλείνοντας, ήθελα να πω κάτι που ίσως ακουστεί γραφικό. Διόλου δεν με νοιάζει. Κάποιος, κάπου, κάποτε μου είχε πει ότι ο Θεός μας μοιράζει ταλέντα και εμείς δεν έχουμε το δικαίωμα να τα ξοδεύουμε αλόγιστα ή να μην τα αξιοποιούμε. Αυτό θέλω να πω στην Χριστίνα. Με τόνο αυστηρό, με τόνο απόλυτο, με τόνο αγαπησιάρικο. 

Με αγάπη, Βίλυ

Υ.Γ.: Ξέρω ότι δεν σου αρέσουν τα πολλά λόγια, Χριστινάκι, και εγώ είπα πολλά. Ξέρεις πώς όταν ενθουσιάζομαι, πάντα αυτό κάνω και τα έργα σου με ενθουσιάζουν. Άρα ποιος φταίει που είπα πολλά;;;

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Ιστορίες με ορθοπεταλιές και αλυσιδωμένες ρόδες



Του Λευθέρη Πλακίδα


  Ένας οδηγός για όσους κυκλοφορούν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη  με ποδήλατο και θέλουν να το βρίσκουν εκεί που το έχουν κλειδώσει. Οι κλειδαριές και τα λουκέτα δεν είναι ποτέ αρκετά, αν κάποιοι βάλουν στο μάτι το αγαπημένο σας δίτροχο.
 
Το να κυκλοφορώ με ποδήλατο είναι για μένα τρόπος ζωής. Είναι πολύ παραπάνω από μια αθλητική δραστηριότητα ή μέσο μεταφοράς. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου τα τελευταία 20 χρόνια. Η Θεσσαλονίκη, σε πείσμα όλων όσοι δεν έχουν την ευρύτητα και τον οραματισμό να το νοιώσουν, είναι ιδανική πόλη για να κινείσαι με ποδήλατο.
Οι λίγοι "τρελοί" που κυκλοφορούν κάνουν τη ζωή τους και των γύρω τους καλύτερη και δίνουν μια νότα ευρωπαϊκή στη Θεσσαλονίκη. Ανάλογη κατάσταση και στην Αθήνα όπου ζω τα τελευταία χρόνια.
Πάντα όμως υπάρχουν και οι δύσκολες στιγμές στη ζωή ενός ποδηλάτη. Και δεν είναι μόνο η έλλειψη ποδηλατοδρόμων ή η κακή νοοτροπία των οδηγών και των πεζών, αλλά οι κλέφτες ποδηλάτων. Εμπνευσμένοι από το ομώνυμο βιβλίο του Ιταλού συγγραφέα χτυπάνε όλες τις ώρες και τις μέρες του χρόνου. Θύμα τους αλλά και άτυπος χορηγός τους με οκτώ δυσάρεστες εμπειρίες, καταγράφω τα συμβάντα και διασκεδάζω τις εντυπώσεις με συμβουλές για να μη μπείτε και εσείς στο κλαμπ.
Μου έχουν κλέψει οκτώ υπέροχα ποδήλατα.
Το πρώτο μου το πήραν μέσα από την πολυκατοικία που ζούσα στην οδό Μητροπόλεως στο κέντρο της Θεσσαλονίκης στις αρχές του ΄90. Το είχα κλειδωμένο με μία τεράστια σιδερένια αλυσίδα, περασμένο σε μια μεταλλική ζαρντινιέρα. Μπήκαν στην κλειδωμένη πολυκατοικία Κυριακή μεσημέρι, έσπασαν (εύκολα με ένα μεγάλο κόφτη, όπως μου διέγνωσαν μετά κάποιοι εμπειρότεροι) την αλυσίδα και έτσι το πρώτο μου ποδήλατο έκανε φτερά. Η συμβουλή μου είναι να μην αφήνετε το ποδήλατο στο ίδιο μέρος μεγάλο χρονικό διάστημα. Καλύτερα να το ανεβάζετε στο σπίτι καθημερινά. Κάτι τέτοια και αρκετά ακόμη συμβουλευτικά τα έμαθα όταν πήγα στην αστυνομία σχεδόν κλαίγοντας για να βρω το δίκαιο μου. Κατέθεσα το περιστατικό, αλλά ποτέ δε με ειδοποίησαν αν βρέθηκε.
Το δεύτερο ποδήλατο μου το έκλεψαν ένα βράδυ που το άφησα κλειδωμένο σ’ ένα μικρό δένδρο. Ξερίζωσαν το δενδράκι και μου το πήραν. Ποτέ λοιπόν μην αφήνετε το ποδήλατο σε δένδρα μικρά ή μεγάλα. Είναι που είναι λίγα στις ελληνικές πόλεις είναι κρίμα να μειώνονται εξαιτίας των κλειδωμένων ποδηλάτων που γίνονται στόχος.
Το τρίτο ποδήλατο μου το έκλεψαν όταν το άφησα μπροστά σε ένα πολυσύχναστο σούπερ μάρκετ δεμένο σ’ ένα σκουπιδοτενεκέ. Είναι από αυτούς τους  μικρούς κάδους που στηρίζονται σε δύο μεταλλικά μπράτσα. Έσπασαν το μπράτσο και πήραν και αυτό το ποδήλατο. Όλα αυτά σε διάστημα λίγων λεπτών στο κέντρο της πόλης ένα πρωινό με μεγάλη κίνηση.  Να επιδιώκετε  να δένετε το ποδήλατο πάντα σε μεταλλικές κολόνες της οδοσήμανσης ή σε κολόνες της ΔΕΗ. Μάλιστα ήταν σχεδόν  καινούργιο το ποδήλατο μια και είχαν περάσει μόλις δύο μήνες από τότε που μου είχαν κλέψει το άλλο και εγώ σαν καλός πελάτης τους, φρόντιζα πολύ γρήγορα να αγοράζω καινούργια.
 Το τέταρτο ποδήλατο το έχασα μία βροχερή νύχτα. Το είχα κλειδώσει κοντά στο σπίτι μου, προσωρινά σε μια σιδερένια κολόνα με χοντρή αλυσίδα, με σκοπό να το μεταφέρω σε πιο σίγουρο μέρος, όταν άρχισε μία καλοκαιρινή μπόρα. Μόλις σταμάτησε η βροχή κατέβηκα να το πάρω, αλλά το μόνο που βρήκα ήταν η αλυσίδα κομμένη και παρατημένη. Οι κλέφτες δουλεύουν και με καταιγίδες. Πήγα στην αστυνομία αμέσως για να καταγγείλω την κλοπή. Ήταν η δεύτερη φορά που πήγαινα για κλεμμένο ποδήλατο.
 Τα χαμόγελα συμπαράστασης συνοδεύτηκαν με οδηγίες εκτός υπηρεσίας για του που μπορεί να βρίσκονται οι κλέφτες και που τα αποθηκεύουν. Φυσικά δεν έψαξα ποτέ. Απλά πήρα καινούργιο.
Το πέμπτο ποδήλατο μου το έκλεψαν αυτή τη φορά από δικό μου σφάλμα. Το κλείδωσα σ’ ένα παρκόμετρο και ένας παρατηρητικός το σήκωσε με άνεση και το έκανε δικό του, αφού εγώ ήμουν απρόσεκτος. Μη ξεχνιέστε ποτέ. Να προσέχετε που το κλειδώνετε και να μην το αφήνετε ποτέ αφύλακτο για πολύ ώρα. 
Το έκτο ποδήλατο το έχασα όταν κάποιος θρασύτατος ανέβηκε στον όγδοο όροφο στην οδό Μητροπόλεως και απλά το κατέβασε με το ασανσέρ σε ώρα μεγάλης κίνησης (οκτώ με εννιά το βράδυ μιας Παρασκευής).  Ποτέ μη χαλαρώνετε γιατί τα συνεργεία καθαρισμού και όσοι μοιράζουν διαφημιστικά φυλλάδια είναι πρώτης τάξεως πληροφοριοδότες.
Το έβδομο και φθηνότερο από όλα το είχα απλά κλειδωμένο και πίστευα ότι κανείς δε θα ασχολούνταν μαζί του. Ήταν ένα παλιό και χιλιοταλαιπωρημένο ποδήλατο, αλλά για αυτούς που κλέβουν ποδήλατα η απόκτηση τους έπεται της αξίας τους.
Το όγδοο όταν το άφησα ένα βράδυ σε ένα στενό και σκοτεινό δρόμο, αλλά σε μια ήσυχη γειτονιά της Ανατολικής Θεσσαλονίκης, δεν μου το ‘σήκωσαν’ γιατί ήταν πολύ καλή η κλειδαριά, αλλά μου πήραν τα πετάλια, τη σέλα, το ψηφιακό κοντέρ και το κουδουνάκι. Η αξία όλων αυτών δεν ξεπερνούσε τα 20 ευρώ, αλλά για μένα που κατέβηκα το πρωί για να φύγω και δεν μπορούσα μου κόστισε μια μέρα από τη ζωή μου. Να ξεμπαρκάρω το αυτοκίνητο να κατεβάσω από το σπίτι τη σχάρα, να το φορτώσω, να το πάω στον ποδηλατά, να περιμένω να μου το διορθώσει, να επιστρέψω σπίτι με το αυτοκίνητο. Να ανεβάσω τη σχάρα και να ξεκινήσω ξανά με το ποδήλατο.
Το κυριότερο είναι να επενδύσετε σε μια ακριβή κλειδαριά από εκείνες που κόβονται μόνο με ηλεκτρικό τροχό και να βάλετε ειδικές ασφάλειες στις ρόδες και στη σέλα. Είναι ένα κόστος γύρω στα 50 ευρώ, αλλά θα είστε ήσυχος ότι δε θα χάσετε το ποδήλατο σας. Τουλάχιστον με την ίδια ευκολία που θα το χάνατε αν δεν είχατε προετοιμαστεί κατάλληλα.
Εγώ πάντως νοιώθω ότι στο βαθμό που μπορούσα βοήθησα την εξάπλωση του ποδηλάτου στην Ελλάδα. 

Υ.Γ.: Τον Λευθέρη τον γνώρισα πριν από πολλά χρόνια, ούσα "ψάρι" στις "Επιλογές" της "Μακεδονίας". Στα επόμενα βήματά μου στην Αθήνα, μάλιστα, ήταν και ο πρώτος (για να μην πω από τους μοναδικούς) που με στήριξε και μου άνοιξε σημαντικές επαγγελματικές πόρτες. Σήμερα, από το blog μας, τον ευχαριστώ θερμά που δέχτηκε να μοιραστεί μαζί μας μια από τις πτυχές της σχέσης του με το ποδήλατο. Ακολουθείστε τις χρηστικές συμβουλές του και δεν θα βγείτε χαμένοι. Λευθέρη, σε ευχαριστώ! Βίλυ

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Πάμε, πάμε να φύγουμε από εδώ και μη ρωτάς που πάμε…


«Μετανάστης» γεννιέσαι, δεν γίνεσαι, έλεγε μια φίλη μου πριν από χρόνια και χαμογελούσε αινιγματικά. «Εγώ είμαι Ρομ, Τσιγγάνα, Αθίγγανος. Δεν μπορώ να κάθομαι σε μια πόλη συνέχεια, με τους ίδιους ανθρώπους, στα ίδια στέκια…Θέλω να αναμειγνύομαι με τους λαούς, να προσαρμόζομαι στις κατά τόπους συνθήκες». Και μετά σηκωνόταν από τον καναπέ, πετούσε ανέμελα το μαλλί πίσω και άρχιζε: «Στο δικό μου καραβάνι δεν υπάρχουν αρχηγοί, λα…λα…λα…» σε μια ερμηνεία που ευτυχώς δεν θα ακούσει ποτέ ο Ρόκκος.
Αν, λοιπόν, αυθαίρετα θεωρήσουμε ότι είχε δίκιο, εγώ δεν γεννήθηκα «μετανάστης». Αγαπάω το να βρίσκομαι με τους ίδιους ανθρώπους στα ίδια στέκια, νιώθω ασφάλεια όταν ακολουθώ την ίδια πορεία από το σπίτι μου προς τη δουλειά μου και σε καμία περίπτωση δεν με εξιτάρει η ιδέα του αγνώστου. Εδώ θρανίο με άλλαζες στο σχολείο και σάστιζα, λέτε ξαφνικά να το έπαιζα επαναστάτρια και να ήθελα να πάω στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα; Jamais!!!
Και αισίως-ειρωνική αδεία (από το ποιητική αδεία, βεβαίως βεβαίως) –ήρθαν έτσι τα πράγματα και οι εποχές, που ουδείς δεν μας ρωτάει πια τι θέλουμε και τι όχι, πώς την βρίσκουμε και πώς όχι, πώς νιώθουμε ασφαλείς κτλ κτλ κτλ. Με την λογική «δεν τον θέλεις, θα τον πάρεις» η Ελλάδα διώχνει με περίσσια αγάπη και προδέρμ τα παιδιά της (κι ας ακούγεται η φράση μου, κλεμμένη από ταινία του Ξανθόπουλου).
Οι πιο θαρραλέοι ήδη μας έχουν κουνήσει το μαντήλι. Οι λιγότερο, πάλι, λιώνουν μπροστά σε laptop, ρυθμίζοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες της φυγής τους. Οι «κότες», όλοι εμείς που είμαστε ακόμα εδώ, κι αυτό το καλοκαίρι (και το επόμενο μη σου πω), κλώθουμε τα αυγά μας και παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον τις πολιτικοοικονομικές εξελίξεις στην tv, αγκαλιά με αντικαταθλιπτικά-μυοχαλαρωτικά-χωνευτικά και κάθε λογής σκευάσματα, μήπως και μπορέσουμε να…καταπιούμε αυτά που μας σερβίρουν. Βρίσκοντας τις καλύτερες των δικαιολογιών, όλοι έχουμε και από μια παραμάσχαλα.
Εγώ έχω οικογένεια να φροντίσω, που θα πάω και θα τους αφήσω;
Εγώ έχω τη δουλίτσα μου, πώς θα τα παρατήσω όλα και θα ξεκινήσω από την αρχή;
Εγώ έχω τους φίλους μου, πώς θα πάω στα ξένα, μακριά από όλους και από όλα;
Εγώ έχω
Κατά καιρούς τις έχω πει όλες αυτές τις δικαιολογίες στον καθρέφτη, τα κλάσματα του δευτερολέπτου που πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη της φυγής (γιατί περισσότερο δεν κράτησε, σας το εγγυώμαι). Όλες μαζί και μια-μια ξεχωριστά.
ΕΓΩ ΕΧΩ…
Για πόσο καιρό ακόμα θα έχω εγώ;
Ποιος είμαι εγώ που δικαιούμαι και να έχω; 
Έχεις δουλειά; Σα δεν ντρέπεσαι, την ώρα που η ανεργία έχει σκαρφαλώσει στα ουράνια…
Έχεις οικογένεια και τόλμησες να κάνεις και παιδιά; Φτου σου, καλά δεν βλέπεις ότι ούτε το τομάρι σου δεν μπορείς να συντηρήσεις; 
Έχεις ακόμα φίλους; Εμ βέβαια είσαι πλούσιος εσύ και μπορείς ακόμα να πηγαίνεις στα ταβερνάκια για το ουζάκι σου, και μετά σου λέει οικονομική κρίση...
Είσαι καλά; Πρέπει να έχεις τύψεις.
Έχεις;  Είσαι τουλάχιστον κατάπτυστος.
Γιατί μας έμαθαν ότι δεν είμαστε αυτό που είμαστε, αλλά είμαστε αυτό που έχουμε. Όταν δεν έχουμε, δεν έχουμε και δικαίωμα να είμαστε. Όταν δεν είμαστε, τι γίνεται αλήθεια; (Μήπως κάποιοι σκόπιμα δεν μας αφήνουν να «είμαστε»);
«Τα νεύρα μου, τα χάπια μου και ένα ταξί να φύγω», έλεγε ένα θεατρικό. Το ταξί είναι πια πασέ, άσε που έχει ανέβει στα ύψη και η «σημαία». Εγώ, σε αντιδιαστολή λοιπόν, θέλω ένα μαγικό χαλί να με πάει μακριά. Έναν Αλαντίν και ένα λυχνάρι να με κάνουν να πιστέψω ξανά, ένα «θαύμα» για να μπορώ να είμαι και να έχω, χωρίς τύψεις, χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος.
Πάμε; Πάμε να φύγουμε από εδώ και μη ρωτάς που πάμε…

Με αγάπη, Βίλυ

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Συγνώμη, κύριε, ποιος είστε;


Δεν είμαι πολιτικοποιημένη. Και πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν ήταν συνειδητή επιλογή μου. Ήταν μάλλον άγνοια, ήταν προφανώς έλλειψη ενδιαφέροντος, ήταν σίγουρα προσωπικό μου λάθος. Καμία δικαιολογία δεν θα επικαλεστώ. Δεν φταίει το σαθρό σύστημα που ποτέ δεν ασχολήθηκα με την πολιτική. Δεν φταίνε τα Μ.Μ.Ε. που δεν προβληματίστηκα περαιτέρω με όσα «εγκληματικά» συνέβαιναν στη Βουλή των Ελλήνων τόσα χρόνια, επειδή μου έδιναν έτοιμη τροφή κι εγώ αδιαμαρτύρητα την έτρωγα, δεν φταίει κανείς άλλος. Φταίω εγώ. Φταίω εγώ που νόμιζα ότι αν ασχοληθώ με αυτό το θέμα θα γίνω σαν κάτι συμμαθητές μου που κυκλοφορούσαν με τον Τσε Γκεβάρα αγκαζέ, φταίω εγώ που νόμιζα ότι πρέπει να αφήσω τους πιο ειδικούς να ασχοληθούν με αυτό τον τομέα, μιας και εγώ ποτέ δεν ήμουν καλή στο μάθημα της Ιστορίας ούτε το είχα εύκολο να συνδέω γεγονότα και συμβάντα και να προφητεύω το μέλλον σύμφωνα με αυτά. (Δεν σας κρύβω, όμως, ότι απολάμβανα κατά περιόδους πολιτικοποιημένες συζητήσεις, στις οποίες έπαιρνα μέρος συχνά-πυκνά για να πάω κόντρα σε έναν κολλητό μου φίλο που επέμενε ότι αν συνεχίσουμε έτσι, μας περιμένει πείνα. Μωρέ λες να είχε δίκιο ο Ζήσης;)
Μεγαλώνοντας, αναγκάστηκα να συναναστραφώ προσωπικά με κάποιους πολιτικούς και βουλευτές, με άρχοντες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με τα τσιράκια τους, με τις γραμματείς και τους φαρισαίους τους. Είτε επειδή τους πήρα κάποια συνέντευξη όσο δούλευα στο περιοδικό «Επιλογές» της εφημερίδας «Μακεδονία», είτε επειδή χρειάστηκε να τους στείλω κάποια επιστολή, ούσα γραμματέας σε ένα Πολιτιστικό Σωματείο. Το παραδέχομαι. Πάλι στον κόσμο μου. Επιφανειακή σκέψη, επιφανειακή όραση. Μπορεί και επιλεκτική, ακόμα χειρότερα. Δεν μπήκα στον κόπο να εμβαθύνω, να δω τι κρύβεται πίσω από τα σατέν ρούχα τους, πίσω από το colgate χαμόγελό τους, πίσω από το δρύινο γραφείο τους. Γιατί δεν μπήκα στον κόπο; Επειδή είμαι μάλλον τελικά εγωίστρια και προτιμώ να ασχολούμαι με τον μικρόκοσμό μου. Επειδή είχε πάντα τόσα προβλήματα αυτός ο μικρόκοσμος, που θεωρούσα ότι θα σπαταλήσω τζάμπα φαιά ουσία, αν ανακατευτώ και με τα «σκατά» του μικρόκοσμου των διπλανών μου. Επειδή εγώ δεν μπορούσα να αλλάξω τη δική μου ζωή, θα άλλαζα τη ζωή του κόσμου γύρω μου;
Μέχρι που εχθές ένιωσα ότι άνοιξαν τα μάτια μου. Εχθές, όχι νωρίτερα. Εχθές, όχι όταν με ενημέρωσαν για την εκβιαστική μείωση του μισθού μου. Εχθές, όχι όταν είδα στην τηλεόραση τους συνταξιούχους με μπαστούνια και αναπηρικά καροτσάκια να περιμένουν στην ουρά για ένα κιλό πατάτες Νευροκοπίου. Εχθές, όχι όταν είδα την απελπισία στα μάτια των φίλων μου που δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Εχθές. Την ώρα που είχα αποφασίσει ότι πρέπει να χαλαρώσω, στριμωγμένη σε μια σφιχτή αγκαλιά, στον καναπέ. Οι ειδήσεις είχαν ως τίτλο: 230.000 ψήφισαν. Με 97,33% ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Δεν ξέρω για πόση ώρα είχα γουρλωμένα τα μάτια. Δεν ξέρω τι νούμερο θα έδειχνε το πιεσόμετρο αν μετρούσα τους παλμούς μου. Δεν ξέρω τι θερμοκρασία θα είχα, αν έμπαινα στον πειρασμό να βάλω θερμόμετρο (βλ. το άρθρο μου «Φοβάμαι…άρα δεν υπάρχω). Ξέρω πώς δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Ξέρω πώς δεν μπόρεσα να ακολουθήσω τη συμβουλή της γιαγιάς μου που πάντα μου έλεγε: «Ευχή θα δώσεις, ευχή θα πάρεις. Κατάρα θα δώσεις, κατάρα θα λάβεις». Συγνώμη, γιαγιά, αλλά δεν το χωράει ο νους μου. 230.000 άνθρωποι γύρω μας είναι διανοητικά ανάπηροι; 230.000 άνθρωποι δίπλα μου φορούν ακόμα τις παρωπίδες τους και ζουν εις βάρος μου; 230.000 άνθρωποι (ο Θεός να τους κάνει) δεν ντρέπονται να δείξουν τα μούτρα τους στην τηλεόραση; Συγνώμη, γιαγιά, εγώ σε ποιον να πιστέψω; Στον εαυτό μου θα πεις, το ξέρω εκ των προτέρων. Θα σε απογοητεύσω αλλά κι αυτοί που πήγαν χθες να ψηφίσουν τον «σωτήρα» μας κάποτε στον εαυτό τους αποφάσισαν να πιστέψουν και είδαμε το αποτέλεσμα.
Συγνώμη, κύριε ποιος είστε;
Ποιος είστε εσείς που ξυπνήσατε το πρωί της Κυριακής, φορέσατε το κοστουμάκι σας και πήγατε στο πλησιέστερο εκλογικό κέντρο να ψηφίσετε;
Συγνώμη, κύριε, ποιος είστε εσείς που δεν έχετε στην οικογένειά σας κάποιον άνεργο, κάποιον συνταξιούχο, κάποιον άρρωστο;
Συγνώμη, κύριε, ποιος είστε εσείς που δεν είδατε στην τηλεόραση τα πλάνα εξαθλίωσης, τα πλάνα των αστέγων, τα πλάνα των αναξιοπαθούντων, τα πλάνα του…αύριο σας (επειδή προφανώς και ζείτε σε άλλο σήμερα);
Συγνώμη, κύριε, πώς ΤΟΛΜΑΤΕ;

Με αγάπη, Βίλυ

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Απλά ΟΧΙ…


Όχι. Λέξη μαγική. Σχεδόν σε ερεθίζει. (Για να μην γενικεύω, όμως, σχεδόν ΜΕ ερεθίζει).

Συχνά συνοδεύεται από τύψεις ενώ σερβίρεται τις περισσότερες φορές με λίγη σάλτσα αμηχανίας και ανάγκη για απολογία.

Την κατάφαση δε νιώθεις ότι πρέπει να την τεκμηριώσεις. Λες «ναι» και τελείωσε το θέμα. Το πρόβλημα λύθηκε. Πάμε παρακάτω.

Την άρνηση από την άλλη, οφείλεις να την…εξηγήσεις. Γιατί «όχι»; Πώς «όχι»; (ειδικά αν αυτή η μαγική λεξούλα δεν είναι ανάμεσα στις επικρατέστερες του λεξιλογίου σου).

Κάποιοι άνθρωποι, μάλιστα, πέρασαν ατελείωτες ώρες στο ντιβάνι του ψυχολόγου τους, προκειμένου να απενοχοποιήσουν αυτά τα τρία γράμματα. Ο-Χ-Ι! Μερικοί από αυτούς, πάλι, που ξαφνικά γνώρισαν το ΟΧΙ και γλυκάθηκαν, έχασαν την μπάλα και πέρασαν άλλες τόσες ώρες, προκειμένου να απεξαρτηθούν από την νέα τους…συνήθεια που έγινε λατρεία.

Γιατί το παν μέτρον άριστον δεν είναι στην ανθρώπινη φύση...σας αρέσει...δεν σας αρέσει...
Μια σοφή ρήση λέει ότι όσο σκύβεις, τόσο σε πηδάνε. (Όχι κυριολεκτικά ντε, μην το κάνετε κι εσείς αμέσως εικόνα.). Μια ακόμα πιο σοφή ρήση, λέει, ότι όλοι εξαντλούν τα περιθώρια που τους δίνεις (α ρε μαμά, καλά τα λες). Μια ακόμα ακόμα πιο σοφή λέει ότι την καριέρα σου και τις σχέσεις σου με τα «ΟΧΙ» τις χτίζεις και όχι με τα «ΝΑΙ».

Και όσο περισσότερο γράφω, τόσο περισσότερο αναγνωρίζω ότι τα λέω σε εσάς για να τα ακούω κι εγώ. Όταν είμαι συναισθηματικά φορτωμένη, ανασύρω από το πηγάδι του «εγωισμού» μου όλα τα γνωστά αποφθέγματα: «Καλύτερα να σε φοβούνται, παρά να σε λυπούνται», «Αφού δεν σέβεσαι, θα με φοβάσαι» και…και…και…

Μέχρι που έρχεται η κρίσιμη ώρα.  Σκοτάδι. Προβολέας στα χείλη μου. Από τα ηχεία ακούγεται η ΕΡΩΤΗΣΗ. Το χρονόμετρο στην κάτω δεξιά πλευρά της οθόνης μετράει αντίστροφα. Το ΟΧΙ κάνει τσουλήθρα στη γλώσσα μου, ξεκουράζεται γλυκά στα δόντια μου πριν την ηρωική του έξοδο καιιιιιιιιιιιιιι……………ΝΑΙ! Τόσο απλά…τόσο αβίαστα…τόσο καταφατικά!

Βλέπετε, μερικές φορές είμαστε άξιοι της μοίρας μας…

Με αγάπη, Βίλυ

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Πες μου που πουλάν καρδιές, να πουλήσω και τη δική μου...


Μας μεγάλωσαν με λάθος τρόπο. Μας μεγάλωσαν με λάθος αξίες. Κάλλιο να μας μεγάλωναν αλλιώς.

Δεν είναι απλές σκέψεις τα άνωθεν. Είναι συμπέρασμα. Απόσταγμα ζωής θα έλεγα, αλλά ξέρω ότι θα ακουστεί βαρύγδουπο και λέω να το αποφύγω.

Να αγαπάς τον πλησίον σου. Να είσαι συμπονετικός. Αν σε χαστουκίσουν από το ένα μάγουλο, να γυρίσεις και το άλλο. Να μην κρατάς κακίες. Να είσαι ακριβοδίκαιος. Να μην κάνεις αυτό που δεν θέλεις να σου κάνουν. Ηθικοπλαστικές μπούρδες που "χοροπηδούν" ανεξέλεγχτα στα αυτιά μας χρόοοονια τώρα. Να…να…να…Εσύ αυτό, κι ας κάνει ο άλλος εκείνο. Εσύ να στέκεσαι στο ύψος των περιστάσεων, να μην πέφτεις στο επίπεδό τους, εσύ να δείχνεις την αξία σου, να μην λυγίζεις. Ποιος τα λέει όλα αυτά; Η μαμά σου, η γιαγιά σου, ο Θεούλης, ο δάσκαλος στο σχολείο και με βεβαιότητα εκείνο το αγγελάκι στον ένα σου ώμο με το φωτοστέφανο και το ραβδάκι (έχω μπερδέψει λίγο το καλό αγγελάκι με την νεράιδα από την Σταχτοπούτα αλλά έτσι το φαντάζομαι).

Κατάφερε να σας πείσει; Περαστικά σας. Επιλογή σας; Ακόμα χειρότερα.

Κάποιοι έξυπνοι, κάποιοι μάγκες, επιλέγουν τον άλλο δρόμο, τον πιο περπατημένο, το κοπάδι που λένε. Μην μου πείτε ότι δεν έχετε ακούσει τα εξής λογάκια από κανέναν στη ζωή σας. Εσύ να μην πηγαίνεις από τον περπατημένο δρόμο, από εκεί που πηγαίνουν όλοι, εσύ να χαράζεις τη δική σου πορεία, να αφήνεις τα δικά σου χνάρια… Εσύ να μην πας με το κοπάδι, να πάρεις την αντίθετη τροχιά, μόνο έτσι θα ξεχωρίσεις… Αχ, τι γλυκό...

 Η μικρή Κατερινούλα στο σχολείο έφαγε ξύλο από τον Μανωλάκη. Πήγε στην δασκάλα της και μετά στη μαμά της στο σπίτι και αφού της χάιδεψαν και οι δυο τα ξανθά μαλλάκια της, της πρότειναν να δώσει τόπο στην οργή και να μην δείρει κι αυτή με τη σειρά της τον Μανωλάκη. Αν την ξαναχτυπούσε, εκείνη με λογάκια θα έπρεπε να του εξηγήσει ότι δεν κάνει να χτυπάμε τα άλλα παιδάκια, παρά μόνο να τα αγαπάμε και να τα φροντίζουμε. 
Η μεγάλη πια Κατερίνα πήγε στη δουλειά και το αφεντικό της την παρενόχλησε σεξουαλικά, δεν την πλήρωσε, την μείωσε λεκτικά, της διέλυσε την ψυχολογία κτλ κτλ κτλ. Ποιος θα χαϊδέψει τώρα τα μαλλάκια της Κατερινούλας, οέο; 

Ο καιρός που έπρεπε να αγαπάς τον πλησίον σου πέρασε ανεπιστρεπτί. Να’ χα εκατό καρδιές να σε αγαπώ χίλιες φορές; Μπα, δεν ψήνομαι. Εγώ δεν ξέρω πού να κρύψω και την μία που έχω. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, συνεπώς πρέπει λίαν συντόμως να γίνω κι εγώ μεγάλο. Έχω και μια λιγούρα…

Δύσκολος καιρός για πρίγκιπες…Σε λάθος εποχή γεννήθηκα, μαμά!!!

Με αγάπη, Βίλυ

Υ.Γ. Μην δείξετε αυτό το κείμενο στην μικρή Κατερινούλα. Δεν χρειάζεται να ξέρει από τώρα τα…προσεχώς.

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Τον χρόνο σταματάω…

Αν μπορούσες να είχες κάποια μαγική ιδιότητα, τι θα διάλεγες;
Να είμαι αόρατος, θα απαντούσαν κάποιοι. Εμένα πάλι ποτέ δεν με «έφτιαχνε» αυτή η ιδέα. Δεν θα ήθελα να είμαι κάπου, χωρίς να με βλέπουν. Με ενδιαφέρει αυτό που κάνουν οι άνθρωποι μπροστά μου, ας κάνουν ό,τι νομίζουν από πίσω μου.
Να ξέρω τι σκέφτεται ο άλλος, θα διάλεγαν κάποιοι άλλοι. Μακριά από εμένα… Το βρίσκω εξαιρετικά ψυχοφθόρο αυτό το δεύτερο «σενάριο». Τρομακτικό. Μερικές φορές με κουράζουν οι άνθρωποι μόνο και μόνο με αυτά που λένε και κάνουν, πώς θα άντεχα να ξέρω και τι σκέφτονται;
Αν μπορούσα λοιπόν να έχω εγώ κάποια μαγική ιδιότητα, θα ήθελα να μπορώ να σταματάω τον χρόνο. Όχι, όχι να μην επιτρέπω στα γεγονότα να συμβούν, όχι να μπορώ να γλιτώνω τις κακοτοπιές και να στρώνω τον δρόμο μου με ροδοπέταλα, όχι, όχι αυτό (μεταξύ μας, δεν θα με χαλούσε κι αυτό αλλά ας μην ζητάω και πολλά).
Αχ να μπορούσα να σταματάω μερικές φορές τον χρόνο..
Να ανοιγοκλείσω γρήγορα τα μάτια, να σφυρίξω κλέφτικα, να πατήσω ένα μαγικό κουμπί, να τρίψω την ολίγον τι στραβή μου μύτη, να σουφρώσω τα χείλη μου και έτσι ξαφνικά, αμέσως, ο χρόνος να παγώσει. Να μπορώ να ζήσω κάποιες στιγμές λίγο, τόσο δα, περισσότερο. Να προλάβω να τις ζήσω πιο βαθιά, πιο έντονα, πιο απόλυτα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τα ζόρια διαρκούν όσο «μια ζωή» και οι ευτυχισμένες στιγμές φεύγουν σε χρόνο μηδέν. Ίσως αν διαρκούσαν περισσότερο, θα είχα τον χρόνο να τις αξιολογήσω καλύτερα. Ίσως αν διαρκούσαν περισσότερο, θα είχα την ευκαιρία να αντλήσω μεγαλύτερη δύναμη από αυτές. Ίσως… Ίσως πάλι αν η «ευτυχία» διαρκούσε περισσότερο, δεν θα λεγόταν ευτυχία. Δεν θα σου έκοβε με τον ίδιο τρόπο την ανάσα, δεν θα σου βούρκωνε τα μάτια, δεν θα σε έκανε να πιστέψεις ότι ΜΠΟΡΕΙΣ. Τα πάντα. Πάντα.
Θα ήθελα να μπορώ να σταματάω τον χρόνο όταν βλέπω μια μαμά να κοιτάει το παιδί της. Να την κοιτάω διερευνητικά, να μπορώ να νιώσω τον χτύπο της καρδιάς της, την περηφάνια της, την αγωνία της, την λαχτάρα της. Θα ήθελα να μπορώ να σταματάω τον χρόνο όταν νιώθω ότι ανταμείβονται οι κόποι μου. Να κάνω το λεπτό να διαρκέσει λίγο παραπάνω. Εκείνο το λεπτό που μπροστά από τα μάτια σου περνάνε όλες εκείνες οι θυσίες που έκανες για να φθάσεις στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Εκείνο το λεπτό που γεμίζει το «είναι» σου, που λειτουργεί σαν το καλύτερο διεγερτικό, εκείνο το λεπτό που προσπαθείς να φέρεις απελπισμένα στο μυαλό σου όταν όλα πάνε…αριστερά. Θα ήθελα να σταματάω τον χρόνο όταν εκεί που νιώθω μόνη, ξαφνικά αποδεικνύεται πόσο άδικη και αχάριστη είμαι. Γιατί μια μόνο ματιά εκεί δίπλα αρκεί για να φανερώσει φίλους και χέρια απλωμένα, έτοιμα να προσφέρουν ανιδιοτελώς βοήθεια και να χαρίσουν αγάπη. Θα ήθελα να παγώνω την στιγμή που είμαι στην αγκαλιά που επιλέγω. Που κλείνω τα μάτια και η όσφρηση πρωταγωνιστεί. Εκείνο το δευτερόλεπτο που δεν υπάρχει ούτε κατά διάνοια κάποια αρνητική σκέψη, εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου που το σώμα παραδίδεται και οι κάθε είδους αντιστάσεις υπαναχωρούν.
Θα ήθελα…ΘΕΛΩ…

Με αγάπη, Βίλυ