Όταν η απελπισία γίνεται παραμιλητό.
Περίμενα στη στάση για το λεωφορείο μου. Η φωτεινή ταμπέλα με ενημέρωσε ότι θα έπρεπε να περιμένω άλλα δώδεκα λεπτά. Κούμπωσα το μπουφάν μου -έκανε λίγη ψύχρα- κι έβαλα τα ακουστικά μου, προκειμένου να κάνω την αναμονή λίγο πιο ευχάριστη.
Την στάση πλησίασε ένας νέος. Αδιευκρίνιστη η ηλικία του. Ψηλός, ξερακιανός και κοκκινοτρίχης. Τράβηξε αμέσως το βλέμμα μου. Είχε ομολογουμένως κάτι ιδιαίτερο η όψη του. Έμοιαζε τόσο ευγενής, τόσο ήσυχος, τόσο ¨καθαρός¨. Τα δώδεκα λεπτά πέρασαν και ανεβήκαμε και οι δυο στο 6αρι για το κέντρο της πόλης.
Βρήκα μια θέση στα πίσω καθίσματα και το παλικάρι έπιασε τη διπλανή μου. Έβγαλα τα ακουστικά μου -δεν ξέρω ποια ανάγκη με ώθησε να κάνω κάτι τέτοιο- και γύρισα προς το παράθυρο. Ώσπου ξαφνικά, από το πουθενά, από το ένα λεπτό στο άλλο, ο νέος δίπλα μου άρχισε να μονολογεί. Σιγανά, ψιθυριστά, σαν μια υπόκωφη βουή. Ντράπηκα να γυρίσω το κεφάλι μου προς την πλευρά του κι έμεινα να κοιτάω έξω από το παράθυρο, ελπίζοντας ότι μιλάει στο handsfree του, ελπίζοντας ότι μιλάει σε κάποιον που απλά δεν είχα καταφέρει ακόμα να εντοπίσω.
Όταν πια διαπίστωσα ένα ¨σούσουρο¨ γύρω μου, όταν πια συνειδητοποίησα ότι ο κόσμος είχε αρχίσει να τον σχολιάζει, γύρισα δειλά-δειλά το κεφάλι μου. Ο νέος μιλούσε μόνος του. Ίσως στον εαυτό του, ίσως σε κάποιον ¨φανταστικό¨ φίλο του. Δεν είχε επαφή με την πραγματικότητα. Δεν μας κοιτούσε που τον κοιτούσαμε, δεν τον ενδιέφερε εάν τον σχολίαζαν, δεν ήταν εκεί. Είχε τον καημό του, το παραπονό του, τη στεναχώρια του. Το μουρμούρισμα έγινε παραμιλητό και το παραμιλητό διάλογος. Όχι με μένα, όχι με την ηλικιωμένη κυρία απέναντι που τον κοιτούσε με αηδία, λες και επρόκειτο για κανένα μίασμα, ούτε με τον παππού λίγο παραδίπλα που επιδεικτικά σχολίαζε: ¨Μάθαμε τώρα...Πουλάμε τρέλα αντί να πάμε να πιάσουμε καμιά δουλειά¨. Το παραμιλητό έγινε διάλογος και το παλικάρι δίπλα μου ρωτούσε και απαντούσε μόνος του. Τα λόγια του σπαραχτικά, κι ας μην είχαν συνοχή. Η λέξη ¨γιατί¨ πρωταγωνιστούσε σε κάθε του πρόταση. Σαν να αναρωτιόταν. Σαν να απορούσε. Σαν να μην μπορούσε να καταλάβει πώς έφτασε ως εδώ.
Γιατί σπούδασε αφού ήταν τόσα χρόνια άνεργος;
Γιατί τον χώρισε η Ελπίδα αφού του είχε πει ότι χωρίς αυτόν δεν έχει καμία ελπίδα;
Γιατί κατέβαινε στο κέντρο αφού δεν είχε καμία δουλειά εκεί;
Γιατί η μαμά του τού είχε υποσχεθεί ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά τελικά δεν πήγαν;
Γιατί ένιωθε τόσο μόνος;
Η κυρία με το κραγιόν στα δόντια παραπέρα σταμάτησε να τον κοιτάει άσχημα και ο παππούς, που είχε προλάβει να βγάλει το πόρισμά του λίγο πριν, σώπασε. Εγώ, πάλι, δεν έκανα τίποτα. Τί να κάνω; Δεν ήξερα...
Θα μπορούσε να είναι ο αδερφός μου.
Θα μπορούσε να είναι κάποιος φίλος μου.
Θα μπορούσα να ήμουν εγώ η ίδια, να πάρει...
Παρότι ήθελα να κατέβω στην Αριστοτέλους, μια στάση πριν από τον τερματισμό σταθμό, δεν το έκανα. Πώς να διακόψω τη ροή του λόγου του και να του ζητήσω να παραμερίσει; Πώς να του πω ότι θέλω να σταματήσω την εξομολόγησή του για να πάω στη δουλειά μου; Ποιός μου είπε, Θεέ μου, ότι σε μένα μιλούσε;
Κατέβηκα στο τέρμα. Κι εγώ. Κι αυτός. Και ο παππούς. Ο παππούς έφυγε προς το λιμάνι, ο νέος -συνεχίζοντας να εκφωνεί τον λόγο του- προς ένα άλλο λεωφορείο, κι εγώ έμεινα εκεί. Ακούνητη. Ασάλευτη. Να τον κοιτάω να ξεμακραίνει, να τον βλέπω να πηγαίνει σε άλλο κοινό να πει τον πόνο του, να μοιραστεί τον νταλγκά του.
Δεν κατάφερα να πάω στον προορισμό μου. Μπήκα στο ίδιο λεωφορείο που με είχε κατεβάσει στο κέντρο και πήρα τον δρόμο για το σπίτι μου. Δεν παραμιλούσε κανένας στο διπλανό μου κάθισμα αλλά εγώ αισθανόμουν ότι είναι ακόμα δίπλα μου αυτό το παλικάρι. Αυτός ο νέος που μοσχομύριζε, που είχε ένα τόσο καθαρό και συνάμα τόσο άδειο βλέμμα, εκείνος ο άνθρωπος που θα μείνει για πάντα χαραγμένος στο μυαλό μου.
Επιστέφοντας σπίτι και λέγοντας την ιστορία στη μαμά μου, μου είπε ότι πολλοί άνθρωποι παραμιλούν πια. Στο δρόμο, στη λαϊκή, στις ουρές της ΔΕΗ, στα ιατρεία.
Ποιός θα απαντήσει, γαμώτο, στα ¨γιατί¨μας;
Με αγάπη,
Βίλυ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου