Από το βιβλίο Άρχισαν τα όργανα, Ιάσων Τριανταφυλλίδης, Εκδόσεις Άμμος
Εκεί που χάζευα στο youtube.com, έπεσα πάνω σε ένα τραγούδι του. Κοντοστάθηκα, έκλεισα την τηλεόραση και δυνάμωσα τον ήχο. Μια στάση εδώ...
Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να περάσω το απόγευμα μου, συντροφιά του. Να σας θυμίσω και να θυμηθώ λίγα πράγματα για τον αυθεντικό, για τον λαϊκό, για τον Δημήτρη Μητροπάνο.
Αν και αυθεντικός λαϊκός τραγουδιστής καθ΄όλη τη διάρκεια της καριέρας του, έχοντας στο οπλοστάσιό του ένα σπουδαίο ρεπερτόριο κατόρθωσε να συλλέξει εμπειρίες από μια σειρά εντελώς διαφορετικών εκδοχών της νύχτας, όλες στην πιο αυθεντική τους μορφή. Από του Ζαμπέτα στις πρώτες μπουάτ, από τα λαϊκά μαγαζιά στα κέντρα πολυτελείας. Η διήγησή του, πολλαπλά σημαντική, μας οδηγεί και μας μαθαίνει το πρόσωπο και το προσωπείο όλων αυτών σε διάρκεια 35 ετών:
Τα πρώτα χρόνια
¨Πρωτοτραγούδησα το 1965 στα Ξημερώματα ως μαθητευόμενος του Ζαμπέτα. Είχα πάει να κάνω ένα δοκιμαστικό στην Κολούμπια, ήταν εκεί ο Ζαμπέτας και μου έπαιξε μπουζούκι να τραγουδήσω. Μου είπε να πάω μετα από το μαγαζί. Εγώ ήμουν ακόμη μαθητής στο γυμνάσιο. Στα Ξημερώματα, στην Πατησίων, ο Ζαμπέτας ήταν με την Μανταλένα, τη Μοσχολιού -τότε μαθητευόμενη- και την Πίτσα Παπαδοπούλου. Μετά, το 1966, το καλοκαίρι, έκανα κάποιες συναυλίες με τον Μίκη Θεοδωράκη. Στη συνέχεια πήγα στην Πλάκα, στις μπουάτ, ήρθε η δικτατορία και έκλεισαν όλες, οπότε το καλοκαίρι του 1967 πήγα ξανά στον Ζαμπέτα.
Οι μπουάτ της Πλάκας τότε ήταν ό,τι καλύτερο γινόταν λόγω του Νέου Κύματος και του νέου λαικού τραγουδιού. Υπήρχε ένας οργασμός διαφόρων πραγμάτων πέραν του τραγουδιού. Τραγουδούσαμε όλοι μαζί με ένα πιάνο ή μια κιθάρα. Δεν υπήρχαν μικρόφωνα ή ορχήστρες. Είχα τραγουδήσει στον Γιάννη Αργύρη, στις Εσπερίδες, στα Ταβάνια με τον Πουλόπουλο και τον Γιώργο Μαρίνο, στις Νεφέλες, σχεδόν σε όλα. Γίνονταν κουβέντες, ποιητικές βραδιές, συζητήσεις, υπήρχαν τα τραγούδια. Ήμασταν όλοι μια παρέα. Μετά τα προγράμματα γυρίζαμε όλοι σπίτια μας με τα πόδια. Συγκοινωνία δεν υπήρχε τέτοια ώρα, για ταξί δεν υπήρχαν λεφτά. Ήμασταν ένα με τον κόσμο. [...] Το μεροκάματο ήταν 100 δρχ. και το ποτό στοίχιζε γύρω στις 15 δρχ¨.
Στου Ζαμπέτα...
¨Σε πάλκο ακόμα τότε, ξεκινούσαμε 9.30 με 10 και κατά τις 11.30 ερχόταν κι αυτός, ανέβαινε στο πάλκο και αρχίζαμε. Μας έβγαζε όλους έναν έναν να τραγουδάμε φτάνοντας στη Μοσχολιού και μετά τραγουδούσε ο ίδιος κάνοντας πλάκα, καταπληκτικά σόλο με το μπουζούκι που έμεναν ξεροί όλοι. Έκανε πρόγραμμα όπως θα του άρεσε εκείνου πηγαίνοντας σε ένα μαγαζί να δει και να περάσει καλά, με τραγούδια που αγαπούσε. Αν υπήρχε σουξέ που δεν του άρεσε δεν έμπαινε στο πρόγραμμα ή το λέγαμε πριν έρθει. Αν του το λέγαμε, όταν περνάγαμε τραγούδια, μας έλεγε: ¨Να το πεις όταν θα πας αλλού, εδώ δεν περνάνε αυτά¨. Είχε ξεκάθαρα θέση. Και πείραζε τον κόσμο, δεν άφηνε κανέναν σε ησυχία, ούτε εμάς, ούτε τον κόσμο από κάτω¨.
Οι χοροί
¨Μέσα σε μια δεκαετία σε διάφορα μαγαζιά είδα να αρχίζει να αλλάζει η νύχτα, κυρίως από όταν μπήκαν οι χοροί- γύρω στα 1970, κάπου εκεί ξεκίνησαν. Όχι όπως είναι τώρα. Αλλά πάντα διαφωνούσα με αυτό, έλεγα ότι αφού βολεύεστε να γεμίζετε τα μαγαζιά γιατί να μη βάλετε τις ίδιες τιμές να γεμίζουν τα μαγαζιά χωρίς χορούς; Γιατί με το χορό έκλειναν την αίθουσα και έκαναν ό,τι ήθελαν. Πάνω που άρχιζε το κέφι, σταματούσαν να βγάλει λόγο ο Πρόεδρος, να γίνει η λαχειοφόρος, να πουλήσουν λαχεία, να κάνουν διαγωνισμό για τα λαχεία που έμειναν. Ένα χάλι και μισό ήταν. [...]¨.
Έπεται συνέχεια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου