Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

ΧΑΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τέλι τέλι τέλι/ κάλπικε ντουνιά/ σ' έμαθα εντέλει/ δεν με ρίχνεις πια...

Γράφει η Άννυ Ζουργού





Μέσα σε όλον τον εθνικιστικό, συνομωσιακό, ανθελληνικό, «όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται» παροξυσμό που ζούμε τον τελευταία καιρό στη μάταια τούτη χώρα, υπάρχει ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται. Ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας: «η παλαιότερη… μπλα μπλα μπλα… λέξεις που τις δανείζονται από εμάς… μπλα μπλα… πολιτισμός…. μπλα μπλα..οι λέξεις «κέφι» και «φιλότιμο» (μέχρι κι ο Τόμι Λι το έγραψε αυτό το τελευταίο στο fb του!) μπλα μπλα». Ωραιαιαιαιαιαία… δηλαδή; Τι σημαίνουν πρακτικά όλα αυτά για τον Έλληνα; Υπάρχει πραγματικά κάτι που να μας διαχωρίζει τελικά; Μπορεί οι άλλοι να μην έχουν λέξεις για το «φιλότιμο» και το «κέφι», αλλά περιφραστικά μπορείς να προσπαθήσεις να τους το εξηγήσεις. Πιθανόν να αναφωνήσουν ως νέοι Οβελίξ: «Είναι τρελοί αυτοί οι Έλληνες!» αλλά κάτι θα ψιλοκαταλάβουν. Άλλωστε το ότι έχουμε τις λέξεις δε σημαίνει ότι είμαστε ανώτεροι, έτσι; Η λέξη «κέφι» μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην έκφραση: «Ήρθε στο κέφι κι έσπασε πιάτα» αλλά και στην έκφραση: «Έκανε το κέφι του και την πέταξε σα στυμμένη λεμονόκουπα». Το ότι έχουμε λέξη για το «φιλότιμο» δε σημαίνει ότι αυτό δε χάθηκε (ειδικά απ’ όταν βγήκε η συγνώμη).
Έκανα μια σκέψη κάποια στιγμή για ένα πολύ γνωστό τραγούδι, το «τέλι τέλι τέλι» της Χ. Αλεξίου: ότι είναι το μοναδικό ελληνικό τραγούδι που δεν μπορείς να αποδώσεις ΚΑΝΕΝΑ μέρος του στα Αγγλικά και είτε να κρατάει το ίδιο νόημα, είτε να βγάζει νόημα εν γένει. Δείτε το:

Τέλι τέλι τέλι
Κάλπικε ντουνιά
Σ’έμαθα εντέλει
Δε με ρίχνεις πια.
Σ’έμαθα εντέλει
Δε με ρίχνεις πια
Χείλια έχεις μέλι
Κι άδικη καρδιά.

Φέρτε μου ένα σέρτικο τσιγάρο
Να φουμάρω, στο Χάρο να δώσω ρουφηξιά
Φέρτε μου κρασί για να ξεχάσω
Πως μου ‘βάλαν κι οι φίλοι μου καρφιά.

Τέλι τέλι τέλι
Κάλπικε ντουνιά
Μ’έκανες κουρέλι
Δε σ’αντέχω πια
Μ’έκανες κουρέλι
Δε σ’αντέχω πια
             Τούτη η γη σου θέλει
Σπίρτο και φωτιά.


Μπορείτε να μεταφράσετε έστω έναν στίχο; Μπορείτε έστω και περιφραστικά να εξηγήσετε σε κάποιον ξένο τι σημαίνει για τον Έλληνα το σέρτικο τσιγάρο, γιατί είναι η παρηγοριά του, γιατί θέλει να δώσει στο Χάρο ρουφηξιά; Μπορεί κανείς να αποδώσει τη λέξη «τέλι» με κάποια αντίστοιχη που να μιμείται τόσο καλά τον ήχο της χορδής του μπουζουκιού; Μπορείς να εξηγήσεις πως μπλέκονται στην ιδιοσυγκρασία του Έλληνα της υπερβολής τα πάθη του Χριστού (μου ’βάλαν κι οι φίλοι μου καρφιά) με τον δικό του πόνο;(!)
Υπάρχουν πολλά τραγούδια που είναι δύσκολο, έως ακατόρθωτο, να μεταφραστούν («Μία είναι η ουσία» ας πούμε) όμως για μένα αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι είναι η ψυχή του Έλληνα. Οι στίχοι του είναι γραμμένοι στη δική μας ιδιότυπη αργκό. Αφηγείται ο άνθρωπος που επιβιώνει μέσα στη ζωή και τον κόσμο που του φαίνεται τόσο γλυκός και δελεαστικός, κι όμως τον αδικεί και τον πνίγει, ο άνθρωπος που είναι έτοιμος να μοιραστεί το τσιγάρο του με το θάνατο, ο άνθρωπος που μέσα στην υπερβολή του νιώθει να ταυτίζεται με τον ίδιο το Θεό του (φιλόλογος alert: λογοτεχνική ανάλυση στους στίχους του Πυθαγόρα, έλεος!). Τελοσπάντων, ο άνθρωπος που ό,τι κάνει, το κάνει πολύ: τρώει πολύ, χαίρεται πολύ, γκρινιάζει πολύ, αγαπάει πολύ, μισεί πολύ, κλέβει πολύ (ειδικά αυτό μας έφαγε), ξοδεύει πολύ, γελάει πολύ, μοιράζεται πολύ, ονειρεύεται πολύ…. υπάρχει και ζει πολύ.


Κι αυτό το πολύ μας δε μεταφράζεται σε καμία γλώσσα του κόσμου με κανέναν τρόπο. :D
Απολαύστε…




Δεν υπάρχουν σχόλια: