Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Σαν τη Χαλκιδική δεν έχει...Σαν τους Χαλκιδικιώτες;

Μήπως παραγνωριστήκαμε;

Οι Θεσσαλονικείς έχουν τη Χαλκιδική σαν το δεύτερο σπίτι τους. Εκεί πέρασαν τις παιδικές τους διακοπές: Η μαμά στο μπροστινό κάθισμα, ο μπαμπάς στο τιμόνι και ο μπόμπιρας πίσω, αγκαλιά με βαλίτσες, βαλιτσούλες, κουβαδάκια, αντηλιακά και δε συμμαζεύεται. Άξιζε η ταλαιπώρια. Σε λίγο θα εμφανιζόταν μπροστά τους εκείνη η απέραντη παραλία με τη ψιλή άμμο και τα γαλαζοπράσινα νερά της και όλα θα ξεχνιόντουσαν. 'Ετσι απλά...


Εκεί πέρασαν και τις εφηβικές τους διακοπές: Κάμπινγκ στον Αρμενιστή με μια μπύρα στο χέρι, αποδράσεις στην Καλλιθέα για ξέφρενο κλάμπινγκ, βραδινό μπάνιο γυμνοί σε κάποιον απόμερο κολπίσκο και πάλι δε συμμαζεύεται. Τα παιδιά έγιναν έφηβοι. Οι έφηβοι, γονείς. Και οι αναμνήσεις τους εξακολουθούν να έχουν για φόντο τη Χαλκιδική. Το μποτιλιάρισμα μέχρι να φθάσουν, τα νερά της, τις παραλίες της, τις ταβερνούλες της, τα ενοικιαζόμενα δωμάτιά της…
Μπορεί να ξεφύγουν για λίγες μέρες από τις «φτερούγες» της και να το σκάσουν για πιο μακρινούς προορισμούς αλλά ας μην γελιόμαστε, πάλι εκεί θα επιστρέψουν. Για μια γρήγορη βουτιά στο Πευκοχώρι, για ένα βραδινό ποτό στην Καλλικράτεια, για μια απολαυστική βουτιά στη Σάρτη, για μια πιο «ποιοτική» απόδραση στην Ιερισσό, για κοψίδια στον ορεινό Ταξιάρχη. Και όπου και να πας, την ίδια ατάκα θα ξεστομίσεις μετά από μια γερή τζούρα ούζου ή κρασιού: 
«Σαν τη Χαλκιδική δεν έχει…»!


Εμ δεν έχει… Τι να λέμε τώρα;
Μήπως, όμως, μας έχουν πάρει χαμπάρι οι Χαλκιδικιώτες και, όπως λέει και η διαφήμιση, έχουμε ξεφύγειιιιιι;;;;

Αρχικά, θα μοιραστώ μαζί σας μια παιδική μου ανάμνηση και μετά θα συνεχίσω με δύο γεγονότα που -μαζί με άλλους λόγους- θα με κάνουν να μη ξεχάσω το φετινό μου καλοκαίρι. Όταν ήμουν μικρή, λοιπόν, είχαμε πάει με τους γονείς μου να παραθερίσουμε σε κάποιον από τους μαγικούς προορισμούς της Χαλκιδικής. Αυτής που σαν αυτή δεν έχει. Ο μπαμπάς στο τιμόνι, η μαμά δίπλα και εγώ πίσω με τις βαλιτσούλες, τα κουβαδάκια κτλ κτλ κτλ. Κάνουμε τη βουτιά μας και λέμε να συνεχίσουμε σε μια ταβερνούλα για κάνα μεζέ. Στο διπλανό τραπέζι ένα ζευγάρι με το μωρό τους.  Δε θυμάμαι την εθνικότητα τους αλλά Έλληνες δεν ήταν. Γιατί αν ήταν, εκείνος ο σερβιτόρος-καλή του ώρα- δε θα την είχε γλυτώσει φθηνά. Δε θα την είχε γλυτώσει καν, δηλαδή. Το εν λόγω ζευγάρι, λοιπόν, παραγγέλνει και ο σερβιτόρος μετά από καμιά ώρα φέρνει το φαγητό. Στέκεται πάνω από το καροτσάκι του μωρού και αρχίζει να σερβίρει τα πιάτα, σχεδόν πετώντας τα στον αέρα. Ένα από αυτά, χάνει την πορεία του και προσγειώνεται στο κεφαλάκι του μωρού, γεμίζοντας τα μαλλάκια και το προσωπάκι του με κρεμμύδι, φέτα, ντομάτα και λάδι. Οι γονείς κοιτούν αποσβολωμένοι, την ίδια ώρα που ο σερβιτόρος ψύχραιμος, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να απολογηθεί, απομακρύνεται με αργό αργό βηματισμό, σκύβει και παίρνει από το πάτωμα ένα ξεσκονόπανο και σκουπίζει με αυτό, άτσαλα και άγαρμπα το προσωπάκι του μωρού, το οποίο ήδη έχει βγάλει τη γλωσσίτσα του και γεύεται την χωριάτικη (με έναν ομολογουμένως παράδοξο τρόπο). Οι γονείς μελιστάλαχτοι ευχαριστούν θερμά τον ευγενικό νέο και όλοι μαζί, σαν μια αγαπημένη οικογένεια, συνεχίζουν το γεύμα τους. Τα σχόλια δικά σας. 


Ας προχωρήσουμε, όμως, στα… σημερινά μας. Στην Χαλκιδική με την οικονομική κρίση. Ήταν λίγο πριν μπει για τα καλά το καλοκαίρι, όταν αποφασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα προς την Άθυτο. Καθίσαμε, λοιπόν, σε μια υπέροχη ταβέρνα και ανάμεσα στα υπόλοιπα πιάτα που παραγγείλαμε, είπαμε να κάνουμε μια… παρασπονδία και να ζητήσουμε και μύδια αχνιστά. Ακριβά αλλά γευστικότατα τα άτιμα, σκεφτήκαμε. Και έφθασαν… Γιάμι… Έτρεχαν τα σάλια μου, σας λέω, μόνο και μόνο στην ιδέα ότι θα τα γευτώ. Ο σύντροφός μου, τα πήρε μπροστά του και ετοιμάστηκε να με καλομάθει για ακόμα μια φορά (ομολογώ ότι προτιμώ να μου τα προσφέρουν έτοιμα με το λεμονάκι τους). Η μερίδα φαινόταν απολαυστική. Χαλάλι τα 9 ευρώ, τόσα μύδια είχε η πιατέλα. Ή έτσι νομίζαμε, τέλος πάντων… Πούν’ το πούν’ το το μύδι… δε θα το βρεις. Ε δεν μπορεί, κάποιο λάθος θα έγινε. Σηκώνω το φρύδι και φωνάζω ευγενικότατα τον σερβιτόρο. «Συγνώμη, αλλά μάλλον κάτι συμβαίνει. Αμάν κάνουμε να βρούμε κέλυφος με μύδι μέσα». Ο σερβιτόρος απομακρύνεται και φθάνει ο σεφ. Με ύφος σαράντα καρδιναλίων ο master σεφ μας ενημερώνει ότι σκόπιμα είναι άδεια τα κελύφη. Είναι στο πλαίσιο της διακόσμησης. Χμ, ενδιαφέρον… Τι να πεις; Πώς να ανταπαντήσεις στη βλακεία; Μια βόλτα είπαμε να κάνουμε, πόσο ακόμα να χαλάσουμε τη διάθεσή μας;
Ας πάμε και στο δεύτερο συμβάν τώρα, το οποίο έλαβε χώρα λίγες μέρες πριν σε ένα μπαράκι στη Νικήτη. Εγώ και ο Κώστας ξεκινάμε από Πολύγυρο και τα κορίτσια, το Χριστινιώ μου και η Σοφία, από τον Όρμο Παναγιάς. Όλα καλά ως εδώ. Συναντιόμαστε και επιλέγουμε ένα από τα πιο γραφικά μπαράκια να πιούμε τα ποτάκια μας. Ένα ποτό και ένα δεύτερο λίγο μετά γιατί η παρέα έχει δέσει και κρατάμε τις κοιλιές μας από τα γέλια. Το μαγαζί σιγά σιγά αδειάζει, γεγονός που μας κάνει ομολογουμένως εντύπωση, μιας και είναι βράδυ Σαββάτου και οι δείκτες του ρολογιού δεν δείχνουν καν 1 μετά τα ξημερώματα. Φωνάζουμε τη σερβιτόρα να πληρώσουμε για να μην τους καθυστερούμε. Πληρώνουμε. Και ξαφνικά, σε χρόνο ρεκόρ, τα φώτα σβήνουν. Εντελώς. Σκοτάδι βαθύ. Καμία προειδοποίηση. Κανένα «εμείς θα κλείσουμε, άμα θέλετε εσείς να κάτσετε, μπορείτε». Ή έστω κανένα «ουστ, σπίτια δεν έχετε;». Έμεινα να κοιτάω αποσβολωμένη. Δεν μπορεί… Θα πεταγόταν από κάπου ο Φερεντίνος ή έστω ο αείμνηστος ο Μπονάτσος και θα φώναζαν «φάρσααααα»!!! Μπα… Ουδείς… Όχι πως χαλαστήκαμε… Όχι πως σταματήσαμε να χασκογελάμε… Όχι πως μαζέψαμε τα πράγματά μας άρον-άρον και φύγαμε… Αλλά πόση αγένεια μπορεί να χωράει σε ένα τόσο μικρό μαγαζί;

Δυστυχώς, τα άνωθεν γεγονότα δεν τα θεωρώ τυχαία συμβάντα. Αν τα θεωρούσα, βλέπετε, δεν θα έμπαινα καν στον πειρασμό να τα σχολιάσω.  Έχω την πεποίθηση, όμως, ότι έχουμε να κάνουμε με "στάση ζωής", με φιλοσοφία και τρόπο σκέψης, με νοοτροπία. Τολμώ να πω πως οι Χαλκιδικιώτες στο σύνολό τους είναι αγενείς. Θα ρισκάρω να πω ακόμα πως δικαίως δε φημίζονται για τη φιλοξενία τους. Ίσως επειδή αναπαύονται στις δάφνες τους... Ίσως επειδή θεωρούν δεδομένα κάποια πράγματα και δεν σκάνε να αποδείξουν πια τα αυταπόδεικτα. Όλα αυτά, βεβαίως βεβαίως, έως ότου όλοι εμείς παραδεχτούμε ότι μπορεί να μην έχει σαν τη Χαλκιδική, αλλά απαιτούμε να μην έχει και σαν τους Χαλκιδικιώτες.

Κάπου εδώ, κλείνοντας, θέλω να εξομολογηθώ ότι τα τελευταία –σχεδόν- δύο χρόνια η ζωή μου μοιράζεται ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τον Πολύγυρο της Χαλκιδικής. Κάτι που ευελπιστώ να συμβαίνει για πολύ καιρό ακόμα. Την αγαπώ παθιασμένα τη Χαλκιδική, δεν σας το κρύβω. Και τη Χαλκιδική και τον… λόγο που με κάνει να μένω σε αυτήν τις μισές μέρες της εβδομάδας. Δεν είμαι της λογικής, όμως, αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει. Και καλά θα κάνετε να μην είστε ούτε εσείς αυτής της λογικής...

Με αγάπη, Βίλυ


Δεν υπάρχουν σχόλια: