Πίνακας: Χριστίνα Δοϊτσίνη!!!
Έτσι
ξύπνησα σήμερα. Με αυτή τη διάθεση. Η
μυρωδιά του καθαρού σεντονιού, η μυρωδιά του αχνιστού καφέ, η γρήγορη ματιά έξω
από το παράθυρο και ο ήλιος που προμήνυε μια καλή μέρα. Καλή μέρα για αυτούς
που ξέρουν πώς να την αξιοποιήσουν, καλή μέρα για αυτούς που δεν μιρλιάζουν
(μια νέα λέξη, που δεν υπάρχει σε αυτήν της την μορφή αλλά περιγράφει επακριβώς
τη στάση ζωής των περισσοτέρων μας τον τελευταίο καιρό). Μήπως τελικά δεν
φταίει μόνο ο γιαλός που είναι στραβός, αλλά βάζουμε κι εμείς που και πού το
χεράκι μας; Μήπως αυτό το χεράκι θα μπορούσε να κάνει κάτι πολύ πιο
δημιουργικό;
Πνιγμένη σε αυτές τις σκέψεις
πρωινιάτικα, άνοιξα το mail μου. Ο Κλούνει δεν μου είχε στείλει μήνυμα σήμερα,
μόνο ο Ντι Κάπριο μια ζωγραφιστή φατσούλα για «καλημέρα», αλλά δεν της έδωσα
πολύ μεγάλη σημασία. Βλέπετε, ήθελα να πάρω τη δόση μου. Να δω κάτι που θα μου
θύμιζε ότι η ζωή είναι ένα δώρο και συχνά το ξεχνάω. Κάτι που θα με «ταξίδευε».
Κάτι που θα φρόντιζε να ικανοποιήσει την τάση φυγής μου, αλλά ταυτόχρονα θα με
έκανε να θυμηθώ ότι έχω λόγους και να μείνω. Κάτι που θα με «πάρει» με τον δικό
του μοναδικό τρόπο μακριά, κι ας είμαι ακόμα τόσο κοντά. Ένα εισερχόμενο μήνυμα
στον προσωπικό μου λογαριασμό που το ανοίγω κάθε μέρα εδώ και καιρό, ένα μήνυμα που όταν το πρωτοάνοιξα, πριν από καιρό θαρρώ,
εκείνη την πρώτη φορά, έμεινα να το κοιτάω ώρα, χαζεύοντας τις λεπτομέρειες του
και παραμυθιάζοντας τον εαυτό μου, έστω για λίγο, έστω για τόσο λίγο, ότι
αντικατοπτρίζει την καθημερινότητά μου.
Τα λόγια του λίγα: ΞΥΛΟΜΠΟΓΙΕΣ-ΜΟΛΥΒΙ-ΚΑΡΒΟΥΝΟ-ΚΙΜΩΛΙΑ.
Λίγα μα τόσο πολλά ταυτόχρονα. Το κοιτούσα και προσπαθούσα να σκεφτώ
που με μεταφέρει. Σε ποια εποχή, σε ποιον τόπο, σε ποια ζώνη του χωροχρόνου.
Ποιανού θα μπορούσε να είναι αυτό το ποδήλατο, ποιος θα μπορούσε να φορέσει
αυτά τα μποτάκια και σε ποιον ανήκαν αυτά τα λουλούδια, που θα στοιχημάτιζα ότι
η μυρωδιά τους γαργαλούσε τόσο προκλητικά τα ρουθούνια μου; Είχα τόσο καιρό να σκεφτώ έτσι, είχα
τόσο καιρό να «ονειρευτώ», βλέποντας κάτι. Παλιά, παρακολουθώντας μια ταινία,
έπαιρνα με συνοπτικές διαδικασίες μέσα μου τη θέση της πρωταγωνίστριας και το
ζούσα «αλλιώς». Πώς αλλιώς δεν ξέρω αλλά αλλιώς. Παλιά όταν διάβαζα ένα βιβλίο,
έβαζα τον εαυτό μου στη θέση του πρωταγωνιστή σε χρόνο dt και το ζούσα αλλιώς. Πώς αλλιώς
δεν ξέρω αλλά αλλιώς. Όχι τώρα πια. Τώρα μεγάλωσα και μπορώ να φορέσω μόνο το
δικό μου «κοστούμι», δεν θυμάμαι πώς είναι να μπαίνεις στα «ρούχα» άλλων.
Και ξαφνικά το εισερχόμενο αυτό
μήνυμα…και ξαφνικά αυτή η ζωγραφιά με ξυλομπογιές, μολύβι, κάρβουνο και
κιμωλία…και ξαφνικά αυτό το ποδήλατο…κατάφεραν να κάνουν αυτό που μου φαινόταν
πια τόσο ξένο, τόσο άγνωστο. Να με κάνουν να «ονειρευτώ», να «ταξιδέψω», όπως
είπα στην φίλη μου Χριστίνα Δοϊτσίνη, που είχε την ευγενή καλοσύνη να μου το
στείλει. Δεν θυμάμαι τι της πρωτοαπάντησα, βλέποντας τον πίνακά της. Ήμουν χαμένη
στον κόσμο μου εκείνη την ώρα, στον κόσμο που εκείνη μου είχε «ζωγραφίσει» και
δεν ήξερα ποιες λέξεις να βρω για να περιγράψω το συναίσθημα. «Ξύσε τις
ξυλομπογιές σου, ακόνισε το μολύβι σου, πιάσε το κάρβουνο και την κιμωλία και
βουρ…Παράτα όλα τα άλλα και στρώσου». Ίσως να έγραψα κάτι τέτοιο. Κι αν δεν το
έγραψα, αυτό ήθελα να γράψω. Δεν το ζητούσα, το απαιτούσα. Δεν το ζητάω, το
απαιτώ. Μου θύμισε πώς είναι να ονειρεύεσαι, δεν της επιτρέπω να με αφήσει να
το ξαναξεχάσω.
Κλείνοντας, ήθελα να πω κάτι που
ίσως ακουστεί γραφικό. Διόλου δεν με νοιάζει. Κάποιος, κάπου, κάποτε μου είχε
πει ότι ο Θεός μας μοιράζει ταλέντα και εμείς δεν έχουμε το δικαίωμα να τα
ξοδεύουμε αλόγιστα ή να μην τα αξιοποιούμε. Αυτό θέλω να πω στην Χριστίνα. Με
τόνο αυστηρό, με τόνο απόλυτο, με τόνο αγαπησιάρικο.
Με αγάπη, Βίλυ
Με αγάπη, Βίλυ
Υ.Γ.: Ξέρω ότι δεν σου αρέσουν τα
πολλά λόγια, Χριστινάκι, και εγώ είπα πολλά. Ξέρεις πώς όταν ενθουσιάζομαι, πάντα
αυτό κάνω και τα έργα σου με ενθουσιάζουν. Άρα ποιος φταίει που είπα πολλά;;;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου